Αναμνήσεις…
Mία λέξη, χιλιάδες εικόνες και δεκάδες συναισθήματα. Είναι ο τρόπος για να κρατάμε το παρελθόν γαντζωμένο στο παρόν. Οι αναμνήσεις που ζουν ακόμα μέσα μας είναι τα παράξενα ταξίδια του μυαλού. Είναι οι στιγμές που μας στιγματίζουν κι αποτελούν τον πλούτο της ψυχής μας. Είναι αποκλειστικά δικές μας και των ανθρώπων που τις ζήσαμε μαζί. Είναι σαν να λέμε η ιστορία του ονόματός μας. Το όνομα μας είναι απλά μια λέξη. Πολλοί έχουν το ίδιο όνομα με εσένα. Η ιστορία όμως πίσω από κάθε όνομα είναι διαφορετική. Κάθε μέρα ζούμε κάτι καινούριο, μα όλες οι στιγμές δε γίνονται αναμνήσεις. Οι αναμνήσεις είναι η αφορμή για την έκφραση των εμπειριών μας, για το πώς ξεκινήσαμε και πού έχουμε φτάσει.
Ήμουν πρωτοετής και γινόταν το καθιερωμένο καλωσόρισμα για τις πρωτοετής φοιτήτριες αλλά και για τα νέα μέλη. Ήταν στις 7:30 το απόγευμα. Δύο ευγενικά κορίτσια μου έδωσαν την πρόσκληση στο πανεπιστήμιο. Όλο το πρωί στη σχολή το μυαλό μου ήταν εκεί. ‘’Πως θα είναι άραγε; ‘’ σκεφτόμουν. ‘’Θα βρω καλή παρέα, έτσι; Μα βέβαια, αφού είναι παιδιά του Χριστού’’ . Τέτοιου είδους σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό μου. Έφτασε απόγευμα. Άνοιξα την ντουλάπα μου. ‘’Ωραία, και τώρα; Τι φοράμε; Παντελόνι; Φούστα; ‘’ Το σκέφτηκα λίγο.. και κατέληξα και έπειτα έφυγα.
Το ταξί με άφησε έξω από ένα γιγάντιο κτίριο. Φαίνεται παλιό. Μπήκα μέσα και εκεί, συνάντησα έναν ευγενικό κύριο. Δειλά-δειλά τον ρώτησα που βρίσκεται το καλωσόρισμα. ‘’Στον 3ο όροφο’’ μου είπε και προχώρησα. Πήρα τις σκάλες και καθώς ανέβαινα, μελωδίες πιάνου και γλυκές φωνές χάιδεψαν τα αφτιά μου. Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα με κατέκλυσε τότε. Τα βήματά μου αργά και σταθερά. Πλησίαζα όλο και περισσότερο στην πόρτα. Οι όμορφες φωνές τραγουδούσαν τραγούδια που γνώριζα και αυτό με έκανε να αισθανθώ ακόμα πιο άνετα όσο πλησίαζα. Στάθηκα έξω από την κλειστή πόρτα. Κανείς δεν μπορούσε να με δει. Την άνοιξα και έβαλα διακριτικά το κεφάλι μου μέσα ώστε να μπορέσω να δω τι συμβαίνει στην άλλη πλευρά. Μπήκα μέσα και έκατσα στην τελευταία καρέκλα που βρίσκεται στην άκρη της αίθουσας. Γύρισαν 2-3 κορίτσια και με κοίταξαν και τις κοίταξα πίσω. Όλες ήταν μαζεμένες, έτσι υπέθεσα πως γνωρίζονται μεταξύ τους. Ένιωσα ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο και γύρισα να δω από που προέρχεται. Ήταν μία από τις κυρίες, η οποία με ρώτησε από που είμαι, πως με λένε και τι σπουδάζω. Δεν με άφησε μόνη μου, αντίθετα με έβαλε να καθίσω δίπλα σε κορίτσια που είμαστε στην ίδια σχολή. Η γιορτή ξεκίνησε και είχα ένα περίεργο συναίσθημα. Αισθανόμουν παράξενα και ήθελα να κλάψω, μα όχι από συγκίνηση αλλά από χαρά. Ένιωσα πως ανήκω κάπου. Η γιορτή τελείωσε. Γνώρισα αρκετά κορίτσια και αντάλλαξα δυο κουβέντες και ύστερα έφυγα.
Όταν ξαφνικά πρέπει να αφήσεις την οικογένειά σου, το σπίτι σου, την πόλη σου και τη ζωή που έχεις εκεί και βρίσκεσαι κάπου αλλού όπου δεν ξέρεις και δεν σε ξέρει κανείς, έχεις ανάγκη από κάπου να πιαστείς. Μετά σκέφτεσαι ότι πάντα έτσι είναι, κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις, ποτέ δεν τα ‘χεις όλα, ποτέ δεν τα χάνεις όλα…
Και μετά… η ΧΦΔ.. και ένιωσα λίγο σπίτι μου!
Ξέρετε, πάντα θα συνδέουμε μέρη με ανθρώπους. Αυτός ήταν και ο λόγος που αγαπήσαμε το μέρος αυτό. Δεν το αγαπήσαμε ούτε επειδή είναι το πιο όμορφο τοπίο, ούτε επειδή είναι το πιο βολικό, αλλά επειδή εδώ χτίσαμε λιθαράκι-λιθαράκι το «μαζί». Με δάκρυα, γέλια και φωνές. Γι’ αυτό και το αγαπάμε ακόμα. Γιατί κάθε φορά που περνάμε, είτε τυχαία είτε και σκόπιμα, από ‘δω, ζούμε τις αναμνήσεις μας ξανά.
Γιατί είναι το δικό μας σημείο. Το σημείο που ακόμη κι αν όλα έχουν τελειώσει, θα μυρίζει «εμείς» σε κάθε πέρασμά του!
Αν. Ντ.