Στον καταιγισμό ειδήσεων του σύγχρονου οίστρου περί πιθανής πτώχευσης και πείνας, στον παραλογισμό μιας ψυχοσωματικής εξαθλίωσης με αποκορύφωμα την θρηνητική κραυγή «απωλέσαμε το πάν εστερήθημεν του παντός». Mπορούμε και πρέπει να στυλώσουμε στις καρδιές των συνανθρώπων μας, τις όποιες χαμένες ελπίδες και να αντιστρέψουμε τις ζοφερές καταστάσεις με όπλα την δυναμική ορθόδοξη πίστη και την ανιδιοτελή θυσιαστική μας αγάπη.
Το κείμενο-παράδειγμα που παραθέτουμε -σε απλουστευμένη μορφή- από τη λαυσαϊκή ιστορία του Παλλαδίου, έχει διαχρονικά μηνύματα με πολλούς σύγχρονους αποδέκτες. Η υπόθεση, που αποτελεί και για μας έξοχο παράδειγμα, είναι πώς ένας φιλόθεος και συγχρόνως φιλομόναχος «κοσμικός», οικογενειάρχης δηλαδή, θανατώνει την οικονομική κρίση και όχι μόνο.
«Ένας κοσμικός (έζη κατά τους χρόνους εκείνους), ονομαζόμενος Σαβάς, ούτος κατήγετο από την Ιεριχώ. Αν και είχε δε και γυναίκα (εν τούτοις) ανεδείχθη τόσον πολύ φιλομόναχος, ώστε να περιτριγυρίζει τας νύκτας, τα διάφορα κελλιά των (μοναχών) και την έρημον και να αφίνη έξω από κάθε μοναχικόν (κατάλυμα) ένα μόδιον φοίνικας και την απαιτουμένην ποσότητα λαχάνων, επειδή οι ασκηταί της περιοχής του Ιορδάνου δεν έτρωγον άρτον. Μίαν ημέραν συνήντησεν ένα λιοντάρι (εις τον δρόμον του) και μόλις το αντελήφθη από ένα μίλλιον (μακρυά) το εκυνήγησε και το εφόνευσε, (εν συνεχεία δε) επήρε το γαίδουράκι του και απεμακρύνθη».
Ο φιλομόναχος Σαβάς είναι οικογενειάρχης. Έχει υποχρεώσεις. Έχει τα αναπόφευκτα καθημερινά πιεστικά προβλήματα και τις πολυποίκιλες μέριμνες για την επιβίωσή του με ό,τι αυτό συνεπάγεται… Όμως τα «αγκάθια» της βιοπάλης δεν τον έπνιξαν, δεν του στένεψαν τους ορίζοντές του. Δεν έκαμε κέντρο του ενδιαφέροντος μόνο τον εαυτό του και γι’ αυτό δεν συμβιβάζεται να ζει «στον κόσμο» του. Εξακτινώνει αδιάκριτα, καθημερινά και πληθωρικά την αγάπη του στα φιλέρημα πτηνά, τους μοναχούς, που εξασκούνται στον Ιορδάνη.
Στον οικονομικό οικογενειακό του εξορθολογισμό δεν αρκείται απλώς στην «δεκάτη», δεν έχει τον πειρασμό της ποσότητας, δεν σκέφτεται ένα πιθανό «κούρεμα» του μισθού και της περιουσίας του, σε μια διαφαινόμενη ή και επερχόμενη πτώχευση. Ο Σαβάς ελεεί «ανελέητα». Δεν τον κυριαρχεί η λογική της άλογης αποθήκευσης για κάποια τυχόν οικονομική χρεωκοπία. Η καρδιά του είναι ένας απέραντος μπαχτσές στολισμένη με τις πανέμορφες αρετές της φιλαδελφίας, αλλά και της φιλανθρωπίας. Και έτσι, τόσο απλά με τα φοινικόφυλλα, αλλά και τα πλούσια λαχανικά του κήπου του τροφοδοτεί τους πτωχούς αδελφούς της ερήμου. Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση πως η εξόρμηση της αγάπης του γίνεται «εν ταις νυξί», στα σκοτάδια και προπάντων στην αφάνεια. Χωρίς το προφίλ της επίδειξης του κοινωνικού (!) του έργου και το θόρυβο της αγάπης του. Αποκορύφωμα αυτής της θυσιαστικής του διακονίας, η εκτός ωραρίου και η επί καθημερινής νυχτερινής βάσεως διανομή των πρώτων υλών των εργοχείρων, αλλά και της υλικής συντήρησής των.
H συγκλονιστική συνέχεια της ιστορίας του απλού και άσημου φιλομόναχου οικογενειάρχη έρχεται να υπενθυμίσει στην καταθλιπτική μιζέρια και την απερίγραπτη γκρίνια μας, πως η αδιάκριτη αγάπη όχι μόνο «έξω βάλλει τον φόβο», αλλά τιθασσεύει και τα αγριότερα των θηρίων. Ο Σαβάς λόγω της παράλογης λογικής μιας ασύμμετρης αγάπης έφθασε στην προπτωτική αθωότητα και η αντίστοιχη επιβράβευσή του είναι να γίνει όχι απλά ένας θηριοδαμαστής αλλά ένας αδίστακτος δολοφόνος λεονταριού!
Και στις ημέρες μας έχουμε ανάλογα παραδείγματα όπως ο φιλόθεος γέροντας Παϊσιος που είχε στο κελλί του αχώριστους φίλους δύο τεράστια φίδια, η τελευταία δε ανακηρυχθείσα αγία, η οσία Σοφία της Κλεισούρας τάϊζε καθημερινά την… φίλη της την αρκούδα. Και τέλος σύγχρονος Σέρβος ασκητής έχει φύλακα άγγελο έναν τεράστιο…λύκο!
Αναπόφευκτα, έπειτα από όσα καταθέσαμε, υπάρχει ένα καυτό ερώτημα. Προς τί όλα αυτά που γράφτηκαν και τι έχει να προσφέρει ο Σαβάς εμάς που ταλανιζόμαστε στον οικονομικό ανεμοστρόβιλο και δεν προλαβαίνουμε να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα; Εμάς που καθημερινά και εναγώνια παρακαλούμε για κάποιο έστω και αμυδρό φώς στο κατασκότεινο τούνελ; Εμάς που σε πολλές περιπτώσεις η ίδια η ζωή μας έχει φτάσει στα όρια ζωής και θανάτου; Και το απελπιστικό μας ερώτημα, που προηγήθηκε χιλιάδες χρόνια πριν, στον Παντοδύναμο Θεό μας: «ινατί, Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν, υπεροράς εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσιν;». Γιατί μας αφήνεις Κύριε στα χέρια τόσων «κυρίων» των ανελέητων δανειστών, των εξαχρειωμένων τραπεζιτών, των ανοικονόμητων οικονομολόγων, των αργυρώνητων πολιτικών, των κριτών αδίκων, των βρωμερών κυκλωμάτων βίας και εκβιασμού, που λυμαίνονται χρήματα, περιουσίες αλλά και όλων των άλλων σκοτεινών δυνάμεων ων το όνομα «λεγεών»;
Μήπως όμως, στον αντίποδα της αγάπης του φτωχού διανομέα οικογενειάρχη, όλοι εμείς προκλητικά και εξακολουθητικά αγνοήσαμε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον «ελάχιστο αδελφό του Χριστού», που ικετευτικά παρακαλεί την όποια οικονομική μας προσφορά, ίσως πολλές φορές να περιμένει μόνο ένα ζεστό λόγο, την εκούσια παραίτηση από την προσωπική ευχαρίστηση και το αγαπητό μας θέλημα και βόλεμα, για λίγη συντροφιά και κατανόηση, κάποτε μόνο για ένα χαμόγελο!
Και όμως διέξοδος υπάρχει (!), επειδή ο ορθόδοξος χριστιανός «δεν απογοητεύεται τόσο από την κακία των ανθρώπων, όσο συγκινείται και ενθουσιάζεται από τη φιλανθρωπία του Θεού…την έξαρση του κακού θα ακολουθήσει η τελική συντριβή του. Όσο πιο πυκνό γίνεται το σκοτάδι γύρω μας, τόσο πιο σύντομα θα έλθει το φώς». Ο Γέροντας Παϊσιος συχνά επαναλάμβανε πως και στις χειρότερες των περιστάσεων « θα δουλέψουν οι πνευματικοί νόμοι». Εάν όμως η αγάπη του Θεού θέλει να μας περάσει από επώδυνες δοκιμασίες, πιθανή πτώχευση ή και …πείνα στο τέλος θα υπερισχύσει η θεία φιλανθρωπία Του και θα μας οδηγήσει σε βέβαιη αναψυχή. Όμως, μέχρι τότε να δούμε και τις δικές μας υποχρεώσεις, με οδηγό τον φιλομόναχο οικογενειάρχη Σαβά, για την προσωπική θανάτωση της οικονομικής μας κρίσης.
Κάπου εδώ βρήκαμε τη λυδία λίθο της υπέρβασης. Ξεκινάμε από το άλφα της ορθόδοξης διδασκαλίας μας, την Αγάπη. Σωστά ειπώθηκε πως κυρίως σήμερα οι άνθρωποι υποφέρουν και πεθαίνουν από την έλλειψη Θεού και μπορούμε να βοηθήσουμε προσφέροντάς τους τον Θεό, τον Θεό του απείρου ελέους και της αβυθομέτρητης ευσπλαχνίας. Άρα «όταν αγαπάς, όταν προσφέρεσαι στον άλλον, ζής! Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει ζωή, υπάρχει μόνο στην προσφορά στον άγνωστο αδελφό! Στην αγάπη και βοήθεια εκείνων, που υποφέρουν υπομονετικά και σηκώνουν αγόγγυστα τον «σταυρό» τους. Στη συμπόνια για τους πονεμένους. Στη συμπαράσταση των φτωχών, η οποία ομορφαίνει τις άχαρες ώρες μας…».
Και με το χρήμα τι γίνεται; Θα το καταργήσουμε; Όχι βέβαια, αλλά είναι νομίζω καιρός «να ξαναβάλουμε και στο χρήμα πνεύμα»! Στην υπερκαταναλωτική εποχή μας να αντιτάξουμε την «ολιγοδεϊα» (=ολιγάρκεια). Να έχουμε καθημερινά στο τραπέζι μας « την λιτή αφθονία». Ο Μ. Βασίλειος μιλάει για «την λιτότητα και το εν πάσιν ευτελές και ολιγοδάπανον». Ο Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ εύστοχα επισημαίνει: «η συνετή άσκησης συνίσταται εις το να περιορίσωμεν εαυτούς εις εκείνο το αναγκαίον ελάχιστον των πραγμάτων και της ύλης, άνευ του οποίου η ζωή θα καθίστατο αδύνατος…η αγάπη προς τας κτήσεις εκδιώκει την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον. Και οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται τούτο και δεν θέλουν να εννοήσουν ότι εκ της απληστίας των επιθυμιών αυτών, αι οποίαι κυριεύουν τα πνεύματα και τας καρδίας αυτών εκπηγάζουν τα αναρίθμητα παθήματα ολοκλήρου του κόσμου». Με τον τρόπο αυτό γίνεται οικονομία από το υστέρημά μας για την κατάθεση της υλικής μας αγάπης στα χέρια «των επιδεομένων αδελφών μας» αλλά ξεπερνιέται και θανατώνεται το άγχος της οικονομικής κρίσης, έτσι τόσο απλά.
Ένας σίγουρος αντίλογος: Με τις τόσες οικογενειακές και πολύ ρεαλιστικές υποχρεώσεις, πώς τιθασσεύεται το τέρας ενός πιθανού οικονομικού καταποντισμού;
Μόνον με τα δύο προστακτικά ρήματα από τα αιώνια «ρήματα ζωής αιωνίου» του Θεανθρώπου. Το πρώτον: «Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού» και το δεύτερον : «Καταμάθετε τα κρίνα του αγρού». (Ματθ. Στ’ 26, 28). Ο πολύβουος κόσμος των πτηνών με το ανέμελο κελάδημά τους φανερώνουν την ακατάπαυστη δοξολογική τους διάθεση διότι έχουν τροφέα, συντηρητή, προνοητή, στη φύση τους δεν υπάρχει οικονομική κρίση, άγχος και ανελέητο κυνηγητό. Ο πολύχρωμος στολισμός των λουλουδιών, που εμείς πολλές φορές τραγικά παραβλέπουμε και βάναυσα τα καταπατούμε, δηλώνουν απερίφραστα πως δεν θα παύουν να μας ομορφαίνουν, να μας ευωδιάζουν και να στολίζουν τις λιγοστές έστω ευαισθησίες μας τα κάλλη της φύσεως.
Και ο «θεοειδής» άνθρωπος θα βρίσκεται στο περιθώριο, στην ανυποληψία και την ασημαντότητα; Όχι. Γιατί ο ουράνιος Τροφέας «κελεύει μη δεί φροντίζειν», όχι βασανιστική μέριμνα, όχι υστερική κρίση στην κρίση, την κουραστική μεμψιμοιρία, την ανυπόφορη γκρίνια και του προσώπου το σκοτείνιασμα.
Ο ορθόδοξος χριστιανός μπορεί και πρέπει να κάνει την υπέρβαση. Λίγα δάκρυα ειλικρινής μετάνοιας, αρχή επιστροφής στην στοργική Πατρική αγκαλιά, περισσότερο υψωμένα δεόμενα χέρια, ενώ τα λυγισμένα, ματωμένα γόνατα σίγουρα θα «κάμψουν» την φιλανθρωπία και την χρηστότητα του Κυρίου. Έτσι θα έρθει η πολυπόθητη αναψυχή μας στο πυκνό, αδιαπέραστο ζοφερό σκοτάδι!
Και με τους «φίλους» εχθρούς μας τι θα γίνει; «Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησε». Θα γίνει, και μάλιστα σύντομα, αυτό που στους ψαλμούς, τόσο πανηγυρικά ψέλνουμε: «Ανάστα ο Θεός κρίνον την γήν» και ότι «απωλούνται οι αμαρτωλοί… από προσώπου του Θεού»…
Παύλος Σαββίδης,
Θεολόγος καθηγητής 5ου Γυμνασίου Βέροιας