[312Α] (1)Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος 38ος, Στά Θεοφάνια, δηλαδή στά Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος (Μέρος Ά)

0
3902
Εκτύπωση Εκτύπωση
1 αστέρι2 αστέρια3 αστέρια4 αστέρια5 αστέρια (1 ψήφοι, μέσος όρος: 5.00 από 5)
Loading...

 

Τό κοσμοχαρμόσυνο γεγονός

τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ

 

  1. Ὁ Χριστός γεννιέται· δοξολογῆστε Τον! Ὁ Χριστός ἦλθε ἀπ’ τούς οὐρανούς· ὑποδεχθεῖτε Τον! Ὁ Χριστός στή γῆ· ὑψωθεῖτε! Ἄς ψάλετε ὕμνους στόν Κύριο ὅλη ἡ γῆ· καί γιά νά περιλάβω καί τά δύο μέ μία φράση: «ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ», «Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ»(2) γιά τόν ἐπουράνιο, πού ἔγινε τώρα ἐπίγειος. [313Α] Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος· σκιρτᾶτε ἀπό τρόμο καί χαρά· τρόμο γιά τήν ἁμαρτία, χαρά γιά τήν ἐλπίδα. Ὁ Χριστός γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο· γυναῖκες, νά ζεῖτε ζωή παρθενίας, γιά νά γίνετε μητέρες τοῦ Χριστοῦ. Ποιός δέν προσκυνεῖ Αὐτόν πού εἶναι ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας; ­ποιός δέν δοξάζει τόν τελευταῖο;
  2. Πάλι διαλύεται τό σκοτάδι, πάλι δημιουργεῖται τό φῶς(3)· πάλι ἡ Αἴγυπτος τιμωρεῖται μέ σκοτισμό(4), πάλι ὁ ἰσραηλιτικός λαός φωτίζεται μέ στύλο πυρός(5). Ὁ λαός πού καθόταν στό σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἄς δεῖ τό μεγάλο φῶς τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ(6). «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν· ἰδού γέγονε τά πάντα καινά»(7).

Τό γράμμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑποχωρεῖ, τό πνεῦ­μα τῆς Καινῆς Διαθήκης κυριαρχεῖ, φεύγουν οἱ σκιές, ἔρ­χεται ἡ ἀλήθεια. Ὁ τύπος τοῦ Μελχισεδέκ ἐκπληρώνεται(8). Αὐτός πού δέν εἶχε μητέρα (ὡς Θεός), τώρα δέν ἔχει πατέρα (ὡς ἄνθρωπος). Ἦταν χωρίς μητέρα πρίν, τώρα εἶναι χωρίς πατέρα. [313Β] Οἱ νόμοι τῆς φύσεως καταλύονται. Πρέπει νά συμπληρωθεῖ ὁ οὐράνιος κόσμος. Ὁ Χριστός τό προστάζει· ἄς μήν ἀντιστεκόμαστε. «Πάντα τά ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας»(9), «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ» – διότι μαζί μέ τόν σταυρό τήν ἀναλαμβάνει· «καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ, μεγάλης βουλῆς», τῆς βουλῆς τοῦ Πατρός, «Ἄγγελος»(10). Ἄς ­φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «Ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου»(11). Κι ἐγώ θά δια­λαλήσω τό μυστήριο τῆς ἡμέρας: Ὁ ἄσαρκος σαρκώνεται, ὁ Λόγος λαμβάνει σῶμα ὑλικό, ὁ ἀόρατος γίνεται ὁρατός. Αὐτός πού δέν μποροῦσε κανείς νά Τόν ἀγγίξει, μπορεῖ νά ψηλαφηθεῖ. Αὐτός πού εἶναι ἔξω ἀπό τόν χρόνο, ἀποκτᾶ χρονική ἀρχή. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱός ἀνθρώπου, «Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον, ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»(12). Ἄς σκανδαλίζονται οἱ Ἰουδαῖοι, ἄς χλευάζουν οἱ εἰδωλολάτρες, [313C] ἄς φλυαροῦν τίς βλασφημίες τους οἱ αἱρετικοί. Τότε θά πιστέψουν, ὅταν Τόν δοῦν ν’ ἀνεβαίνει στόν οὐρανό· κι ἄν ὄχι τότε, πάντως ὅταν Τόν δοῦν νά ἔρχεται ἀπό τούς οὐρανούς καί νά κάθεται ὡς Κριτής.

 

Τά δύο ὀνόματα τῆς γιορτῆς: Θεοφάνια καί Γέννηση

 

  1. Αὐτά ὅμως θά γίνουν ἀργότερα. Σήμερα ἡ γιορτή εἶναι τά Θεοφάνια, δηλαδή ἡ Γέννηση – διότι λέγονται καί τά δύο, καθώς ὑπάρχουν δύο ὀνομασίες γιά τό ἴδιο πράγμα. Φανερώθηκε δηλαδή ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους μέ τή Γέννησή Του. Ἀφενός μέν ὡς Θεός ὑπῆρχε, καί ὑπῆρχε πάντοτε, προερχόμενος ἀπό Αὐτόν πού ὑπῆρχε πάντοτε (τόν Πατέρα), πάνω ἀπό κάθε αἰτία καί λογική (διότι δέν ὑπῆρχε λόγος ἀνώτερος ἀπό τόν Λόγο)· ἀφετέρου δέ ἔγινε κατόπιν ἄνθρωπος γιά χάρη μας, ὥστε Αὐτός πού μᾶς χάρισε τό εἶναι, νά μᾶς χαρίσει καί τό εὖ εἶναι, τήν εὐτυχία· ἤ καλύτερα, ἐφόσον ἐξαιτίας τῆς κακίας μας εἴχαμε χάσει τήν εὐτυχία, νά μᾶς ἐπαναφέρει σ’ αὐτήν μέ τή σάρκωσή Του. Ἔτσι ἡ ἑορτή ὀνομάζεται Θεοφάνια, ἐπειδή φανερώθηκε ὁ Θεός, καί Γενέθλια, ἐπειδή γεννιέται (ὡς ἄνθρωπος).

 

Μᾶς ἐπισκέφθηκε γιά νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του

 

[316Α] 4. Αὐτό εἶναι γιά μᾶς ἡ ἑορτή, αὐτό ἑορτάζουμε σήμερα: τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους, γιά νά πλησιάσουμε τόν Θεό, ἤ νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του – διότι αὐτό εἶναι πιό σωστό νά ποῦμε – ὥστε νά ἀποθέσουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦμε τόν νέο(13). Καί ὅπως βρεθήκαμε ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου ὡς ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι ἄς γευθοῦμε τήν ἀληθινή ζωή ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό(14). Κι αὐτό θά γίνει μέ τό νά γεννηθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, μέ τό νά συσταυρωθοῦμε, συνταφοῦμε καί συναναστηθοῦμε μαζί Του. Διότι πρέπει νά ὑπομείνω τήν ἀντίστροφη πορεία πού ὁδηγεῖ στό καλό· καί ὅπως ἀπό τά πιό εὐχάριστα ἦλθαν τά δυσάρεστα, ἔτσι ἀπό τά δυσάρεστα νά ἐπανέλθουν τά πιό εὐχάριστα. «Οὗ γάρ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις»(15). Καί ἄν ἡ γεύση(16) ἐπέφερε τήν καταδίκη, πόσο περισσότερο μᾶς χάρισε τή δικαίωση τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ;

 

Νά γιορτάζουμε πνευματικά καί ὄχι κοσμικά

 

Λοιπόν ἄς ἑορτάζουμε, ὄχι μέ ξεφαντώματα ἀλλά θεϊκά· ὄχι [316Β] κοσμικά ἀλλά ὑπερκόσμια· ὄχι τά δικά μας, ἀλλά τά τοῦ δικοῦ μας, ἤ μᾶλλον τά τοῦ Κυρίου· ὄχι τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς θεραπείας· ὄχι τά τῆς δημιουργίας ἀλλά τά τῆς ἀναδημιουργίας.

 

  1. Κι αὐτό πῶς θά γίνει; Νά μή στεφανώσουμε τίς ἐξ­ώθυρες, νά μή στήσουμε χορούς, νά μή στολίσουμε τούς δρόμους, νά μή θρέψουμε τό μάτι μέ κοσμικά θεάματα, νά μήν τέρψουμε τήν ἀκοή, νά μήν ἐκθηλύνουμε τήν ὄσφρηση, νά μή διαφθείρουμε τή γεύση, νά μή χαριστοῦμε στήν ἁφή – σ’ αὐτούς τούς δρόμους πού εὔκολα μᾶς ὁδηγοῦν στήν κακία καί ἀπό τούς ὁποίους εὔκολα εἰσέρχεται μέσα μας ἡ ἁμαρτία – νά μήν ἀποχαυνωθοῦμε μέ ἔνδυμα ἁπαλό καί πλούσιο (γιά τό ὁποῖο τό καλύτερο πού θά μποροῦσα νά πῶ εἶναι ὅτι εἶναι ἄχρηστο) οὔτε μέ λαμπερούς πολύτιμους λίθους, οὔτε μέ ἀστραφτερά χρυσαφικά, οὔτε μέ περίτεχνα βαψίματα πού ψευτίζουν τό φυσικό κάλλος, ἐφευρήματα πού βλάπτουν τήν εἰκόνα· ὄχι μέ γλέντια καί μεθύσια, πού ξέρω ὅτι συνοδεύονται ἀπό αἰσχρότητες [316C] καί ἀσέλγειες(17) – ἐπειδή τῶν κακῶν δασκάλων εἶναι κακά τά μαθήματα, ἤ καλύτερα ἀπό κακό σπόρο κακή σοδειά.

Ἄς μή στήσουμε ψηλά ντιβάνια, στήνοντας τόν ἐξο­πλι­σμό γιά τήν ἡδονή τῆς κοιλίας. Ἄς μήν ­τιμήσουμε τά ἐκλεκτά κρασιά πού μοσχοβολοῦν ἀπό τά ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, τά περίτεχνα ἐδέσματα τῶν μαγείρων, τά ἐξεζητημένα μυρωδικά. Ἄς μή μᾶς χαρίσουν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα τήν κόπρο πού ἐμεῖς τιμοῦμε – διότι ἔτσι συνηθίζω νά τιμῶ τήν τρυφή. Ἄς μήν προσπαθοῦμε νά ξεπεράσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στήν ἀκρασία. Ἀκρασία γιά μένα εἶναι κάθε περιττό καί πέρα ἀπό τό ἀναγκαῖο· κι αὐτά, τή στιγμή πού ἄλλοι πεινοῦν καί στεροῦνται, κι ἔχουν τήν ἴδια φύση μ’ ἐμᾶς.

 

[316D] 6. Ἀλλ’ αὐτά ἄς τ’ ἀφήσουμε στούς εἰδωλο­λάτρες καί στίς εἰδωλολατρικές φαντασμαγορίες καί γιορτές. Αὐτοί θέλουν τούς θεούς τους νά χαίρονται μέ τίς τσίκνες ἀπό τίς θυσίες πού τούς προσφέρουν, μέ ἀ ποτέλεσμα νά λατρεύουν τό θεῖο μέ τίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας, καθώς εἶναι πονηρῶν δαιμόνων πονηροί καί δημιουργοί καί ἱερεῖς καί λάτρεις. Ἐμεῖς ἀντίθετα, πού προσκυνοῦμε τόν Λόγο, κι ἄν εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουμε κάποια τρυφή, ἄς ἐντρυφήσουμε [317Α] σέ πνευματικούς λόγους, στό θεῖο νόμο καί σέ διηγήσεις, καί στίς ἄλλες ἀλλά καί σ’ αὐτές ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθε ἡ σημερινή ἑορτή· ὥστε ἡ ἀπόλαυση νά ἁρμόζει σ’ Ἐκεῖνον πού μᾶς συγκέντρωσε σ’ αὐτή τή σύναξη, καί νά μήν εἶναι τελείως ξένη πρός Αὐτόν. Ἤ μήπως θέλετε – γιατί ἐγώ σήμερα σᾶς κάνω τό τραπέζι – νά μιλήσω γι’ αὐτά σέ σᾶς τούς καλούς συνδαιτυμόνες ὅσο πιό πλούσια καί γενναιόδωρα, γιά νά μάθετε πῶς μπορεῖ νά θρέψει ὁ ξένος τούς ντόπιους, καί τούς πρωτευουσιάνους ὁ χωριάτης, κι αὐτούς πού ζοῦν μέσα στίς ἀπολαύσεις αὐτός πού ἀπέχει ἀπό αὐτές, καί ὅσους διακρίνονται γιά τήν περιουσία τους ὁ φτωχός καί ἄστεγος;

Θ’ ἀρχίσω ἀπ’ τό ἑξῆς… ἀλλά κάντε μου τή χάρη καί καθαρίστε καί τόν νοῦ καί τήν ἀκοή καί τή διάνοια, ὅσοι θέλετε νά δοκιμάσετε τέτοιες ἀπολαύσεις· γιατί γιά τόν Θεό θά μιλήσουμε, καί εἶναι ὁ λόγος θεϊκός. Ἔτσι, θά φύγετε ἀπό ἐδῶ ἔχοντας ἐντρυφήσει σ’ αὐτά πού δέν ἐξαντλοῦνται. Θά ’ναι ὁ λόγος πληρέστατος καί συγχρόνως συντομότατος, ὥστε [317B] οὔτε λόγῳ ἐλλείψεων νά σᾶς λυπήσει, οὔτε νά σᾶς κουράσει μέ τήν πληθωρικότητα καί τήν ἔκτασή του.

 

Ὁ ἄπειρος Θεός καί καταληπτός καί ἀκατάληπτος

 

  1. Ὁ Θεός ὑπῆρχε πάντοτε καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρ­χει· ἤ μᾶλλον ὑπάρχει αἰωνίως – διότι τό «ὑπῆρχε» καί «θά ὑπάρχει» εἶναι διαιρέσεις τοῦ χρόνου καί τῆς φθαρτῆς φύσεώς μας. Ἐκεῖνος ὅμως ὑπάρχει ­αἰωνίως, κι ἔτσι ὀνομάζει ὁ Ἴδιος τόν Ἑαυτό του, ὅταν ­ἐμφανίζεται στόν Μωυσῆ στό ὄρος(18). Διότι τό εἶναι, ἡ ἰδιότητα τῆς ὑ πάρξεως, ἀνήκει ἀποκλειστικά καί ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό, ἡ ὕπαρξη χωρίς ἀρχή καί χωρίς τέλος, σάν ἕνα πέ­λαγος οὐσίας ἄπειρο καί ἀπεριόριστο, πού ξεπερνᾶ κά­θε ἔννοια καί χρόνου καί φύσεως.

Μόνο μέ τόν νοῦ μπορεῖ νά σκιαγραφηθεῖ, κι αὐτό πολύ ἀμυδρά καί μέτρια, ὄχι ἀπό τήν οὐσία Του ἀλλ’ ἀπό τά δημιουργήματά Του, ὥστε [317C] ἀπό τή συγκέντρωση ποικίλων καί διαφόρων παραστάσεων νά σχηματισθεῖ μιά κάποια εἰκόνα τῆς ἀλήθειας, πού ὅμως πρίν τήν κρατήσουμε μᾶς φεύγει, καί πρίν τή συλλάβουμε στό νοῦ, δραπετεύει. Τόσο φωτίζει μέ τό πλούσιο φῶς Του τό ἡγεμονικό μας, τόν νοῦ μας – ἐφόσον ἔχει καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη – ὅσο ἡ στιγμιαία ἐμφάνιση τῆς ἀστραπῆς. Κι αὐτό συμβαίνει κατά τή γνώμη μου, ὥστε στό μέτρο πού μποροῦμε νά καταλάβουμε τόν Θεό νά μᾶς ἑλκύει πρός τόν Ἑαυτό Του (διότι τό τελείως ἀκατάληπτο δέν ἐλπίζουμε νά τό καταλάβουμε, καί γι’ αὐτό δέν τό προσπαθοῦμε κιόλας), ἐνῶ στό μέτρο πού δέν Τόν καταλαβαίνουμε προκαλεῖ τόν θαυμασμό μας· ὁ θαυμασμός αὐξάνει τόν πόθο· ἐφόσον Τόν ποθοῦμε, μᾶς καθαρίζει· καθαρίζοντάς μας μᾶς ἀπεργάζεται θεόμορφους· κι ὅταν γίνουμε τέτοιοι, ἐπικοινωνεῖ πλέον μαζί μας μέ τέτοια οἰκειότητα ὅπως κάποιος μέ τά πολύ δικά του πρόσωπα – θά πῶ κάτι πολύ τολμηρό – ὁ Θεός ἑνώνεται μέ θεούς, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς Τόν γνωρίζουν, καί τόσο ἴσως ὅσο ἤδη γνωρίζει αὐτούς πού γνωρίζει(19). Ἄπειρο λοιπόν τό θεῖο καί δύσκολο νά τό ἐννοήσει κανείς· καί τό μόνο πού μπορεῖ νά καταλάβει κανείς τελείως γιά τόν Θεό [317D] εἶναι τό ἑξῆς: τό ὅτι εἶναι ἄπειρος.

Βέβαια εἶναι ἐνδεχόμενο κάποιος νά θεωρεῖ ὅτι ἐφόσον ὁ Θεός ἔχει ἁπλή φύση, θά εἶναι ἤ ὅλος ἀκατάληπτος ἤ τελείως καταληπτός. Γιά νά δώσουμε ἀπάντηση, ἄς ἐξετάσουμε τί σημαίνει ὅτι κάποιος ἔχει ἁπλή φύση. Ἡ ἁπλότητα δέν εἶναι ἡ φύση του, [320Α] ὅπως οὔτε στά σύνθετα ὄντα εἶναι φύση μόνο τό ὅτι εἶναι σύνθετα.

 

Στόν Θεό δέν ὑπάρχει χρονική ἀρχή καί τέλος

 

  1. Τό ἄπειρο τό ἐννοοῦμε ὡς πρός δύο στοιχεῖα, τήν ἀρχή καί τό τέλος. Αὐτό δηλαδή πού εἶναι πέρα ἀπ’ αὐτά καί δέν ὁριοθετεῖται ἀπό αὐτά εἶναι ἄπειρο. Ὅταν λοιπόν ὁ νοῦς ἀτενίζει στό ἀχανές βάθος τοῦ παρελθόντος, καθώς δέν ἔχει ποῦ νά σταθεῖ καί νά καταλήξει ν’ ἀκουμπήσει σέ εἰκόνες περί τοῦ Θεοῦ, τό ἐκεῖ ἀπέραντο καί ἀκατανόητο τό ὀνομάζει ἄναρχο· ὅταν κοιτάξει στό μέλλον, τό ὀνομάζει ἀθάνατο καί ἄφθαρτο· ὅταν κοιτάξει συνολικά, τό ὀνομάζει αἰώνιο. Διότι ἡ αἰωνιότητα δέν εἶναι οὔτε χρόνος οὔτε μέρος χρόνου – δέν μπορεῖ ἐξάλλου νά μετρηθεῖ· ἀλλ’ [320Β] ὅ,τι εἶναι γιά μᾶς ὁ χρόνος, πού μετρᾶμε μέ βάση τήν κίνηση τοῦ ἡλίου, αὐτό εἶναι γιά τά αἰώνια ἡ αἰωνιότητα, ἡ ὁποία ἐκτείνεται μαζί μέ τά ὄντα σάν κάποιο χρονικό κίνημα καί διάστημα. Αὐτά πρός τό παρόν γιά τόν Θεό. Διότι δέν ὑπάρχει χρόνος γιά περισσότερα, καθώς τό θέμα μας δέν εἶναι ἡ θεολογία ἀλλά ἡ ­οἰκονομία(20).

(1). Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τά Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 312Α-334Α. Κατά τήν ἐκπόνηση τῆς μεταφράσεως λάβαμε ὑπ’ ὄψιν μας καί τή μετάφραση τῆς ΕΠΕ 5, 36-71.

 

(2). Ψαλμ. ϟ  ε΄ 1, 11.

 

(3)5. Πρβλ. Γεν. α΄ 2-4.

 

(4)6. Πρόκειται γιά τήν ἔνατη πληγή: Ἐξ. ι΄ 21-23.

 

(5). Ἐξ. ιγ΄ 21.

 

(6)8. Πρβλ. Ἡσ. θ΄ 2.

 

(7). Β΄ Κορ. ε΄ 17.

 

(8). Βλ. Γεν. ιδ΄ 17-20, Ἑβρ. ζ΄ 1-10.

 

(9)11. Ψαλμ. μς΄ 2.

 

(10). Ἡσ. θ΄ 6.

 

(11)13. Ματθ. γ΄ 3.

 

(12)14. Ἑβρ. ιγ΄ 8.

 

(13). Πρβλ. Κολ. γ΄ 9-10.

 

(14). Βλ. Α΄ Κορ. ιε΄ 21-22.

 

(15). Ρωμ. ε΄ 20.

 

(16)18. Δηλ. τό ὅτι οἱ Πρωτόπλαστοι δοκίμασαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό.

 

(17)19. Πρβλ. Ρωμ. ιγ΄ 13.

 

(18)20. Βλ. Ἐξ. γ΄ 14: «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν». Σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό ἀπόλυτο ὄν, πού δέν ὀφείλει τήν ὕπαρξή Του σέ ἄλλον, ἀλλά ὑπάρχει ἀπό τόν Ἑαυτό Του· ἡ ὕπαρξή Του δέν ἔχει ἀρχή οὔτε τέλος· καί τά πάντα δημιουργήθηκαν ἀπό Αὐτόν ἐκ τοῦ μή ὄντος.

 

(19). Πρβλ. Α΄ Κορ. ιγ΄ 12.

 

(20). Ἡ θεολογία ἐδῶ νοεῖται μέ τή στενή ἔννοια, δηλαδή ὡς λόγος περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μόνο. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική λέξη «οἰκονομία» σημαίνει τή διαχείριση καί διευθέτηση τῶν ὑποθέσεων τοῦ οἴκου, τοῦ σπιτιοῦ. Ὡς θεολογικός ὅρος σημαίνει γενικῶς τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο καί εἰδικότερα τά ὅσα ἐργάστηκε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, μέ κορυφαῖο γεγονός τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του. Ἔτσι, ἡ οἰκονομία (ἤ «θεία οἰκονομία» ἤ «ἐν Χριστῷ οἰκονομία») ταυτίζεται πολλές φορές μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καί τήν ἀπολύτρωση πού ἐξασφαλίστηκε μέ αὐτήν (Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική Α´ 40, Β´ 21-22).

Από το βιβλίο “Στη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού” του κ. Αθανασίου Φραγκοπούλου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ