Στη χώρα του τυφλού φωτός, στη σκιά του χρόνου – του ποτέ, του τώρα – κάθεται το ζευγάρι. Με μιαν απρόσμενη ειλικρίνεια κοιτάνε για πρώτη τους φορά ίσα στα μάτια ο ένας του άλλου και ανοίγουν την καρδιά τους εκεί ως τα βάθη της, που ποτέ δεν είχε δει ένα έλλειμμα αγάπης εκείνος, έναν καλά κρυμμένο εγωισμό εκείνη.
–Ρώτα με ο,τι θέλεις. Μοναχά μη με ρωτάς αν σε αγαπώ. Δυσκολεύεται η γλώσσα μου να πει το ναι, γιατί έμαθα υπερβολικά ειλικρινής να είμαι. Και έμαθα επίσης πως καλύτερη μεζούρα της αγάπης από το χρόνο δεν υπάρχει. Έχω μονάχα ένα ένστικτο αρχέγονο κάπου εκεί βαθιά μου, που τώρα τελευταία όλο για σένα μου μιλά. Πανιά άνοιχτά λοιπόν. Μόνο συμπάθα με. Μη με ρωτάς αν σε αγαπώ. Και αυτή τον άκουσε και έβαλε στα χείλη της φρένο – γιατί στα μάτια δεν μπορούσε – και δεν τον ξαναρώτησε. Πήρε μονάχα το άπλωμένο χέρι του και τον τράβηξε στις ανθισμένες μυγδαλιές και γέλασε και μετά του έδειξε τα σύννεφα και τον τράβηξε και κατά κει. Μα αυτός της έδειξε ευθεία ένα δρόμο ξερό, που έπρεπε, λέει, να διαβούν. Καί εκείνη τότε κατάλαβε πως τα παραμύθια και τα τραγούδια που την έκαναν τις νύχτες να ονειρεύεται, της είχαν κρύψει αυτόν τον δρόμο. Κίνησε τότε μαζί του, μα πήρε και τις μυγδαλιές τις ανθισμένες μαζί να τις σκορπίζει και πήρε και κείνο το βλέμμα που τα σύννεφα αγαπούσαν. Γιατί για πρώτη φορά ένιωσε το ρόλο της στο πλευρό του. Κι όσο τον εγωισμό της δάμαζε, τόσο το έλλειμμα της αγάπης του εξαφάνιζε εκείνος. Μέχρι που έγιναν ένα και έμειναν μοναχά δυό σπίθες να σιγοκαίνε και να τους θυμίζουν τον πρότερό τους βίο.
Και πέρασε ο καιρός, και όταν πια το χρώμα των μαλλιών τους έγινε και αυτό κοινό, ήρθε ο Χρόνος να μαζέψει ό,τι είχε απομείνει από τον καθένα. Και στάθηκε εκστατικός μπροστά στο ζευγάρι, που τα χέρια τους είχαν πλεχτεί έτσι, που να μην μπορεί ούτε και ίδιος με όλη την πείρα του να καταλάβει πως άφησε και πως βρήκε τον καθένα τους. Και έκανε μοναχά αυτό που ήξερε πολύ καλά: φύσηξε και έσβησε τις δυό σπίθες που θύμιζαν τη φύση του καθενός τους. Γιατί ο Χρόνος είναι πάνω άπό όλα δίκαιος. Καί άπελευθερωμένο το ζευγάρι, κοίταξε πίσω να δεί την ιστορία του να περνά μπροστά του σαν ταινία. Και στάθηκαν μπροστά στα λόγια που άκουσαν τη μέρα που έπλεξαν οριστικά τα χέρια τους ενώπιον Εκείνου που τους αγαπούσε και εκείνων που αγαπούσαν. Κείνη την απαλή τη συμβουλή, που τότε μπροστά στη χαρά τους ίσως και να την προσπέρασαν. Πού έλεγε σε εκείνον να την αγαπάει, και σε εκείνην να τον ακούει…
Ορφέας
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, Τεύχος Φεβρουαρίου 2014
Δάκρυσα! Σ’ ευχαριστώ Ορφέα!