Κι αύριο˙ ω αύριο! Η θεία Λειτουργία! «Εις τα όρη ψυχή αρθώμεν»˙ εις τα όρη της κοινωνίας Θεού και ανθρώπου. Πλέον ζει στην τροχιά του ουρανού.
Όμως, τι συμβαίνει; Τις αναβάσεις της καρδίας του τις διακόπτει κάποιος θόρυβος, που όλο δυναμώνει. Να, τώρα ακούγονται που φωνάζουν:
–Παπα-Θανάση, παπα-Θανάση, σώσε τους! Θα σκοτωθούνε…
Και ορμούν οι χωριανοί στο φτωχικό του κατάλυμα.
–Ησυχάστε και πέστε μου γιατί όλο αυτό το κακό.
Και προσπαθεί ο καλός ποιμένας να καταλάβει τι έχει γίνει.
–Παπα-Θανάση, ο Πέτρος του Κωτσομήτρου και ο Γιάννης του Δημητρού έχουν πάρει τα ντουφέκια τους κι ο ένας απειλεί τον άλλο ότι θα τον σκοτώσει! Κι ο λόγος; Το αυλάκι στα όμορα χωράφια τους, που ο καθένας ισχυρίζεται για τον άλλον ότι τον αδίκησε κι ότι καταπάτησε τα σύνορά του. Έχουν ταμπουρωθεί στα σπίτια τους και περιμένουν να ξεμυτίσει ο «εχθρός» για να τον καθαρίσουν.
–Κάνε κάτι, παπα-Θανάση, να τους γλυτώσεις από το φονικό. Λέγανε και κλαίγανε οι συγχωριανοί.
Προσευχήθηκε με δάκρυα θερμά ο παπα-Θανάσης στη θεία Λειτουργία για το κακό που βρήκε το χωριό του. Και μετά την απόλυση κίνησε για το σπίτι του Πέτρου. Τον απάντησε με το όπλο στο χέρι να καρτερεί το θήραμα.
–Ε, Πέτρο, για κυνήγι ετοιμάζεσαι; τον ρώτησε τάχα ανυποψίαστος.
Έδωσε έτσι αφορμή να ξεβράσει όλο το φαρμάκι που είχε στα σωθικά του ο Πέτρος. Κι ύστερα του είπε, του είπε ο καλός ιερέας λόγια που μαλάκωσαν την καρδιά, που κατάλαβε το λάθος του ο Πέτρος, που δέχθηκε μαζί με τον παπα-Θανάση να προχωρήσει προς το σπίτι του Γιάννη να συγχωρεθούνε.
Και να τους στο δρόμο. Πλησιάζουν το σπίτι, όταν σαν βρυχηθμός θηρίου ακούγεται η φωνή του Γιάννη:
–Παπα-Θανάση, κάνε στην άκρη εσύ.
Μα ο παπα-Θανάσης, άγγελος γοργόφτερης αγάπης πάντοτε, κάλυψε τον Πέτρο με το σώμα του, ενώ συγχρόνως φώναξε στον Γιάννη:
–Εμένα σημάδεψε, Γιάννη. Εμένα χτύπα.
Ω, αστραπές του νου! Αυτό το προστατευτικό αγκάλιασμα του καλού ποιμένα έφερε στα μάτια της ψυχής του Γιάννη μια άλλη θυσιαστική κίνηση του ιερέα λίγα χρόνια πριν.
Ήταν τότε που άνοιγαν δρόμο προς το χωριό τους –πάλι με πρωτοβουλία του παπα-Θανάση –κι είχε σταματήσει η μπουλντόζα 500 μέτρα έξω από το χωριό.
Υπήρχε εκεί ένα παλιό γιοφύρι και φοβόταν ο οδηγός να το περάσει. Πίστευε ότι θα γκρεμοτσακιζόταν με το βαρύ μηχάνημα εκσκαφής. Ο παπα-Θανάσης, που ήξερε από πέτρινα γιοφύρια και τα κλειδώματα της πέτρας, υποστήριζε ότι αντέχει.
–Παπά, έχω οικογένεια, δεν το διακινδυνεύω, επέμενε ο οδηγός.
–Κι εγώ έχω οικογένεια με έξι παιδιά. Έλα να ανεβούμε και οι δυo μαζί στην μπουλντόζα και να δεις που όλα θα πάνε καλά.
Και ανέβηκαν παπα-Θανάσης και οδηγός και πέρασαν το γιοφύρι και άνοιξε τελικά ο δρόμος για το χωριό.
Αυτά σαν αστραπή πέρασαν από το νου του Γιάννη˙ και άρπαξε το ντουφέκι, το έσπασε στο γόνατό του και έτρεξε έξω με δάκρυα στα μάτια. Αγκάλιασε τον παπα-Θανάση και τον Πέτρο με την ειλικρινή συγγνώμη στα χείλη.
Πολλοί είναι οι δρόμοι που έχει ο νους. Αλλά και η καρδιά ενός λευίτη, που με τίμια και αφειδώλευτη αγάπη ακολούθησε τα χνάρια του Κυρίου Ιησού στα 18 χρόνια της διακονίας του στο ξεχασμένο πες από τον υπόλοιπο κόσμο χωριουδάκι του˙ που το αγάπησε τόσο, ώστε, αν και διπλωνόταν στα δύο πάνω στο άλογό του από τους σφάχτες πόνους της μέσης του, δεν έλεγε να αφήσει το μικρό ποίμνιό του στις προτάσεις που είχε για μεγαλύτερο και κοντινότερο χωριό.
– Δέσποτά μου, έλεγε με σεβασμό στον Μητροπολίτη του, στα μεγάλα κοπάδια όλο και κάποιο πρόβατο θα σου ξεφύγει˙ δεν θα κατέχω καλά όλα τα θέματά τους, με τις χαρές και τα προβλήματά τους. Ενώ το μικρό κοπαδάκι που μού ᾽λαχε το γνωρίζω καλά και το φροντίζω ανάλογα.
Όμως εδώ και τρεις μέρες κλαίει ο παπα-Θανάσης˙ του μήνυσε ο Δέσποτας να πάει στο άλλο χωριό, που απέχει λίγο από το σπίτι του. Κι αυτό για την υγεία του καλού του παπά.
Ίσως γι᾽ αυτό γλίστρησε ο νους στα περασμένα και λύγισε η καρδιά.
Μα, Χριστούγεννα ξημερώνουν!
Κι ο πάντα υπάκουος και ταπεινός παπα-Θανάσης ψιθύρισε με βαθιά γαλήνη στο θείο Βρέφος:
–Αφέντη μου Χριστέ, χαρά και δόξα της ζωής μου, όπως Εσύ ορίζεις και όχι όπως εγώ. Και έκανε στρωτές τις μετάνοιες του.
Κ. Μ.
από το περιοδικό Η Δράση μας,
τεύχ. Δεκεμβρίου 2017