Γεώργιος Λ. Καφοῦρος (1923-2012)

0
1180
Εκτύπωση Εκτύπωση
1 αστέρι2 αστέρια3 αστέρια4 αστέρια5 αστέρια (2 ψήφοι, μέσος όρος: 5.00 από 5)
Loading...

Πλήρης ἡμερῶν, 90 ἐτῶν, πλήρης καρπῶν πνευματικῶν, πλήρης ἀγαθῶν ἔργων, πλήρης θυσιαστικῆς, ἀφανοῦς καὶ ὁλοκαρδίου διακονίας στὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου ἀνεπαύθη εἰρηνικὰ ἐν Κυρίῳ τὴν Κυριακὴ 16 Σεπτεμβρίου ὁ ἀδελφὸς Γεώργιος Λ. Καφοῦρος. Ἔγραφε τὴν 21η Νοεμβρίου 1989, ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, στὸ προσωπικό του ἡμερολόγιο: «Ἀράμενος τὸν τοῦ Χριστοῦ Σταυρὸν θέλω ἐν ἀληθείᾳ νὰ διανύσω τὴν τρίβον τῆς ἀσκήσεως καὶ πᾶσαν ἀρετὴν ἐκτελῶν νὰ νικήσω τὰς μηχανὰς τοῦ δράκοντος, ὥσπου τῶν Εἰσοδίων μου νὰ ἔλθη ἡ θεία Ὥρα».

Δὲν ὑπῆρξε εὔκολη ἡ πορεία τῆς ζωῆς του. Τελειώνοντας τὸ Πρακτικὸ Λύκειο Ἀθηνῶν τὸν πρῶτο χρόνο τῆς φοβερῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς γράφτηκε στὴ Χημεία, στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Γιὰ τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια ὁ φοιτητὴς Γ. Καφοῦρος ἔγραψε: «Ὁ πόθος σὲ μένα νὰ βοηθήσω τὴν Πατρίδα μου, ποὺ τόσο δοκιμαζόταν ἀπ’ τὴ σκληρότητα τοῦ κατακτητοῦ, ἱκανοποιήθηκε μὲ ὅ,τι ἀνώτερο: μὲ τὴν προσφορὰ εἰς τὸ Χριστιανικὸ Φοιτητικὸ Κίνημα, τὸ ὁποῖο τόσες εὐκαιρίες μοῦ ἔδωσε γιὰ δράση».

Στὴν περίοδο τῆς πείνας, γιὰ νὰ ἐπιζήσει αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του, ἀναγκάσθηκε νὰ δουλέψει πάρα πολὺ σκληρά. Ἡ ἐπιτυχημένη ἐπιχείρηση ἐπιπλοποιΐας τοῦ πατέρα του, ποὺ εἶχε πουληθεῖ λίγους μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κήρυξη τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ἐξοφλήθηκε, λόγῳ τῆς πτώσεως τῆς δραχμῆς, «μὲ χαρτονόμισμα ἀξίας ἑνὸς σιγαρέτου», ὅπως γράφει. Ἔτσι ὁ νεαρὸς Γεώργιος ἀναγκάσθηκε νὰ δουλεύει καὶ ἑορτὲς καὶ Κυριακὲς ἀπὸ τὶς 5 π.μ. – 7 μ.μ. ὡς «ματσακονιστὴς» στὰ «καρνάγια» τοῦ Περάματος μὲ ἡμερομίσθιο ἐξευτελιστικὸ καὶ μισὴ κουραμάνα κάθε Σάββατο! Ἐπιπλέον νὰ ἀνεβοκατεβαίνει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὸ Πέραμα καθημερινὰ μὲ μυρίους κινδύνους.

Στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1942 δέχθηκε ἕνα φοβερὸ οἰκογενειακὸ χτύπημα καὶ ἔζησε ἕνα θαῦμα. Ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὴν Ὁμόνοια στὸ Κολωνάκι, ὅπου ἦταν τὸ σπίτι του, εἶδε στὸ δρόμο κτυπημένο στὸ κεφάλι τὸν πατέρα του ἀπὸ τοὺς Ἰταλούς. Τὸν κτύπησαν, τοῦ ἔκλεψαν τὸ ρολόϊ καὶ τὸ πορτοφόλι καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν, γιὰ νὰ τὸν βρεῖ ὅμως ἀνέλπιστα ὁ γυιός του! Τὸν περιποιήθηκαν μὲ ἐπιμέλεια στὸν «Εὐαγγελισμό». Ὕστερα ἀπὸ ἕξι χρόνια ὁ πατέρας του ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο σὲ ἡλικία 59 ἐτῶν. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ ὑπεραγαποῦσε καὶ στὴν ὁποία ὄφειλε τὴ χριστιανικὴ ἀγωγή του, ἀνέβαινε ὁ νεαρὸς Γεώργιος κάθε μέρα τὸν Γολγοθᾶ τῆς πείνας, τῆς ἔσχατης φτώχειας καὶ ἀνείπωτης δυστυχίας.

Τὸ 1949 τελείωνε τὸ Πολυτεχνεῖο, ὅπου εἶχε ἐν τῷ μεταξύ ἐγγραφεῖ. Τότε τοῦ ἔγινε πρόταση ἀπὸ τὸν Καθηγητή του Γ. Πετρόπουλο γιὰ σπουδαία θέση μὲ σημαντικὸ μισθό. Ταυτόχρονα ὅμως τοῦ ἔγινε πρόταση ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο π. Σεραφεὶμ Παπακώστα, τότε προϊστάμενο τῆς Ἀδελφότητος ἡ «Ζωή», νὰ προσληφθεῖ ἐκεῖ. Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ δίλημμα δὲν δυσκολεύθηκε νὰ ἀπορρίψει τὸν χρυσὸ καὶ νὰ δεχθεῖ νὰ διακονήσει τὸν Χριστό. Γράφει: «Δὲν δυσκολεύτηκα νὰ ἀποφασίσω καὶ νὰ ἀπαντήσω. Ὁ καθηγητὴς δὲν περίμενε κάτι τέτοιο (…). Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του στὸν Χριστό: Ἔτσι», ὅπως σημειώνει, στὶς 31-8-1949 «ἔφευγα ἀπὸ τὸ πατρικό μου σπίτι καὶ ἄφηνα μόνη τὴ χήρα μητέρα μου. Ἡ ἀδελφή μου στὸν ‘‘Εὐαγγελισμό’’. Ἔφευγα γιὰ νὰ ἐργαστῶ στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴ δόξα Ἐκείνου, γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνόρθωση τῆς πατρίδος μου».

Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε: Πρωτοπόρος στὸ χριστιανικὸ φοιτητικὸ κίνημα. Πρῶτος Γραμματέας τῆς «Χριστιανικῆς Φοιτητικῆς Ἑνώσεως». Δραστήριο μέλος τῆς «Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων».
Ὑπεύθυνο στέλεχος τῶν Τεχνικῶν Σχολῶν «Μέγας Βασίλειος». Ἀργότερα, ἐπὶ 40 χρόνια ὑπεύθυνος τῶν «Χριστιανικῶν Ὁμίλων Ἐργαζομένων Νέων», ὅπου οἱ ἐργαζόμενοι νέοι τὸν συμβουλεύονταν καὶ παρακολουθοῦσαν τὰ μαθήματά του μὲ δίψα. Παράλληλα ὡς μέλος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τοῦ Συλλόγου Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολικῆς Δράσεως «Ὁ Μέγας Βασίλειος» ὑπῆρξε ἡ ψυχὴ σ’ ὅλα τὰ ἔργα καὶ τὶς δραστηριότητες τοῦ Συλλόγου ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν.

Ὡς τακτικὸ μέλος τῆς Ἀδελφότητος «Ζωὴ» ἀπὸ τὸ 1953, καὶ ἀπὸ τὸν Μάϊο τοῦ 1960 ἀπὸ τὰ ἱδρυτικὰ καὶ τὰ κατεξοχὴν ὑπεύθυνα σὲ καίριους τομεῖς μέλη τῆς Ἀδελφότητος «Ὁ Σωτήρ», ὁ Γ. Καφοῦρος ἀνέπτυξε θαυμαστὴ δράση. Εἶχε βαθύτατο σεβασμὸ στὸν ἀείμνηστο π. Εὐσέβιο Ματθόπουλο, ἱδρυτὴ τῆς «Ζωῆς», τοῦ ὁποίου ἡ μορφὴ τὸν ἐνέπνεε πάντοτε. Ἀλλὰ καὶ στὸν Καθηγητὴ Παναγιώτη Τρεμπέλα. Ἀγαποῦσε τὴν Ἀδελφότητα, στὴν ἱεραποστολικὴ διακονία τῆς ὁποίας ἔθεσε μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ θυσιαστικὴ προσφορὰ τὰ πλούσια τάλαντα ποὺ τοῦ χάρισε ὁ ἅγιος Θεός. Στὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ὅπου ἀνέπτυξε ὅλο τὸν δυναμισμό του, ἵδρυσε ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ὀργάνωσε τὸ ἐκδοτικό της ἔργο. Δημιούργησε στοιχειοθετεῖο, τυπογραφεῖο, βιβλιοδετεῖο κλπ. Ὑπῆρξε στενὸς καὶ πολύτιμος σύμβουλος στοὺς τεχνικοὺς ποὺ ἀνέλαβαν τὴν ἀνοικοδόμηση ἀπὸ τὸ μηδὲν τοῦ οἰκήματος καὶ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀδελφότητος, τοῦ οἰκήματος τοῦ Συλλόγου «Ὁ Μέγας Βασίλειος» καὶ τοῦ ἐντὸς αὐτοῦ ὁμωνύμου ναοῦ, τῶν οἰκημάτων τῶν Γυναικείων Ἀδελφοτήτων «Ταβιθά», «Ἀμπέλου», «Οἰκοδομῆς», «Ἐλπίδος», «Λυχνίας», «Εἰρήνης», «Δορκάδος». Οἱ ἐγκαταστάσεις ὅλων αὐτῶν τῶν Ἀδελφοτήτων λειτουργοῦσαν σταθερὰ μὲ τὴν ἐπίβλεψη καὶ τὴν ἐπιστασία του.

Ἀλλὰ καὶ στὴν ὀρθόδοξη ἱεραποστολὴ τῆς Ἀδελφότητος «Ὁ Σωτὴρ» στὸ Κονγκὸ τῆς Ἀφρικῆς βοήθησε οὐσιαστικὰ καὶ μὲ ποικίλους τρόπους, ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἔκδοση ἡμερολογίων, εἰκόνων καὶ βιβλίων.

Δὲν ὑπῆρξε τομέας τῆς ἱεραποστολικῆς διακονίας τῆς Ἀδελφότητος «Ὁ Σωτὴρ» καὶ τῶν συνεργαζομένων μὲ αὐτὴν Ὀρθοδόξων Ἀδελφοτήτων καὶ Σωματείων, τὸν ὁποῖο νὰ μὴν εὐεργέτησε.

Εὔστροφος καὶ μὲ ὀξεία ἀντίληψη, ἀκαταπόνητος, σκληραγωγημένος, μὲ ἀκμαία σωματικὴ ὑγεία, δὲν ἠρνεῖτο νὰ προσφέρει συμβουλὴ ἢ ἔμπρακτη διακονία σὲ ὅποιον κατέφευγε κοντά του. Δὲν ἐπεδίωκε διαπροσωπικὲς σχέσεις, ἀλλὰ προσπαθοῦσε νὰ ἐφαρμόζει τὸ «λάθε βιώσας».

Ἔζησε ἀσκητικότατα. Τὸ γραφεῖο του βρισκόταν σὲ μιὰ «τρύπα» στὸ ὑπόγειο τοῦ οἴκου τῆς Ἀδελφότητος, ὅπου καὶ τὸ τυπογραφεῖο. Δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ ἐκεῖ. Ἡ καρέκλα τοῦ γραφείου του ἦταν ἕνα ἁπλὸ σκαμνί. Μόλις γύρω στὸ 1980 χρησιμοποίησε καρέκλα μὲ πλάτη. Ἐπέμενε νὰ παλεύει μὲ παλιὰ καὶ δύσχρηστα ἐργαλεῖα. Ἔκανε τοὺς λογαριασμοὺς μὲ τὸ μυαλό του καὶ ζητοῦσε νὰ τοῦ τοὺς ἐπαληθεύσουν μὲ τὸν ὑπολογιστή. Ντυνόταν τόσο ἁπλὰ καὶ τόσο λιτὰ ποὺ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἁπλοῦ ἐργάτη. Ἡ θερινὴ ἄδεια τοῦ ἦταν ἄγνωστη!

Λιτὸς σὲ ὅλα· λιτὸς καὶ στὸ λόγο. Ὡστόσο ἦταν κατεξοχὴν εὐαίσθητος. Ἔδινε τὴν ἐντύπωση τοῦ αὐστηροῦ, ἦταν ὅμως στοργικότατος, ἰδιαίτερα στοὺς ἐργαζομένους, ποὺ τοὺς συμπαραστεκόταν μὲ πολλὴ ἀγάπη στὰ οἰκογενειακὰ καὶ πνευματικά τους προβλήματα.

Προικισμένος μὲ ἡγετικὰ χαρίσματα, σοῦ ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἀγαπήσεις, χωρὶς ὅμως νὰ καταργεῖς τὴν ἀπόσταση σεβασμοῦ. Προσφιλές του ἀνάγνωσμα τὰ Ὑπομνήματα τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ ἀειμνήστου Παν. Τρεμπέλα καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν. Ἐντρυφοῦσε σ’ αὐτὰ καὶ προσευχόταν μέσα στὴ σιωπὴ καὶ στὴν ἀφάνεια. Ἐνισχυόταν σταθερὰ ἀπὸ τὸ ζωοπάροχο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Γι’ αὐτὸ εἶχε πλούσια ἐσωτερικὴ ζωὴ καὶ πάντα στὸ στόμα του λόγο οἰκοδομῆς καὶ ἐνέπνεε τὸν σεβασμὸ στοὺς γύρω του.

Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του δοκιμάσθηκε πολὺ μὲ τὴν ὑγεία του. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2007, ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἀποτυχημένη ἐγχείρηση καταρράκτη στὰ μάτια, ἔγραψε: «Αἰσθήματα εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας ἐκφράζω πρὸς τὸν Θεόν, διότι μοῦ ἐχάρισε ὀφθαλμοὺς τόσα χρόνια καὶ ἔπρεπε νὰ ἔλθη καὶ ἡ σημερινὴ δυσκολία γιὰ νὰ καταλάβω τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς του». Δοκιμάσθηκε στὴ συνέχεια πολὺ μὲ νεφρικὴ καὶ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια. Οἱ γιατροὶ τοῦ νοσοκομείου τοῦ «Ἐρυθροῦ Σταυροῦ», ποὺ τὸν περιποιήθηκαν καὶ τὸν νοσήλευσαν στοργικότατα, ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοῦ ὀργανισμοῦ του. Ὅλα τὰ ὑπέμεινε μὲ πίστη καὶ θαυμαστὴ ὑπομονή.

Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐγγραφὲς στὸ ἡμερολόγιό του σημείωνε: «Θεέ μου, στήριξε τὴν πίστη μου ὅτι γιὰ τὴ δόξα τὴ δική σου πρόσφερα ὅ,τι εἶχα. Ὅ,τι ἐπέτρεψες νὰ δοκιμάσω, ἦταν γιὰ τὸ καλό μου. Δοξασμένο τὸ ὄνομά Σου (…). Τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα μου γιὰ βιωμένη ἁγιότητα ἐγλύκαναν καὶ εὔφραναν νάματα σταυρικά».

Ὁ σοφὸς Παροιμιαστὴς ἔγραψε: «Ἀποθανὼν δίκαιος ἔλιπε μετάμελον» (Παρ. ια΄3). Ὁ θάνατος τοῦ δικαίου ἀφήνει θλίψη καὶ ὀδύνη στοὺς ἐπιζῶντες, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἐνθυμοῦνται τὴν ἀρετή του· ὁ δίκαιος ἀκτινοβολεῖ καὶ μετὰ θάνατον. Ὁ θεόπνευστος αὐτὸς λόγος ἔχει πλήρη τὴν ἐφαρμογή του καὶ στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν Γεώργιο Λ. Καφοῦρο, ὁ ὁποῖος τερματίζοντας ἀθόρυβα τὸν βίο του ἔφθασε, ὅπως τὸ ἐπιθυμοῦσε, εἰς «τῶν Εἰσοδίων του τὴν θείαν Ὥραν» καὶ εἰσῆλθε πλέον στὴν αἰώνια εὐφροσύνη καὶ τὴν ἀΐδια ἀνάπαυση· «ὅπου τῶν εὐφραινομένων πάντων ἡ κατοικία»· ὅπου «ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καὶ ἡ ἀνέκφραστος ἡδονὴ τῶν καθορώντων τοῦ θείου προσώπου τὸ κάλλος τὸ ἄρρητον».

 

Απόσπασμα από το Περιοδικό “Ο Σωτήρ”,
Τεύχος 2052 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ