Μ’ αρέσουν τα πήλινα έργα της λαϊκής τέχνης. Με γοητεύει ο απλός τους ρυθμός, η απέριττη ομορφιά τους. Όμως, το πήλινο ανθογυάλι, που μου χάρισε με χαρά μια μέρα η Κατερίνα, δεν μου είπε τίποτε… – Άραγε μου είχε πει ποτέ τίποτα και η ίδια η Κατερίνα; Δρόσιζα χρόνια μέσα του τα λουλούδια μου˙ποτέ όμως δεν το έβαζα σε θέση, που να μου στολίζει αληθινά τη σάλα.
Προχθές το πήλινο βάζο κόντεψε να πέσει και να σπάσει. Το πρόλαβα. Μου φάνηκε λίγο σκονισμένο. Το πήρα, το ξέπλυνα αδιάφορα κάτω από τη βρύση και το ξανάβαλα στην απόμερη γωνιά του. Πριν στραφώ, αυθόρμητα του έριξα μια ματιά. Και – παράξενο – πρώτη φορά το αντίκρυσα σαν ένα πήλινο βάζο, έργο ενός άγνωστου ταπεινού τεχνίτη, που με μεράκι πλάθει, ψήνει και ζωγραφίζει τον πηλό της γης. Θαύμασα με τον εαυτό μου… Πώς βλέπει, αλήθεια, κανείς το κάθε τι!… Τώρα δε μου φάνηκε άκομψο το σχήμα, άτεχνο στην ειδή. Είχε ένα ανοιχτό μπεζ στρογγυλό κορμί “ντεμί-ματ”. Προς τη βάση το στόλιζε μια ανοιχτογάλαζη χοντρή γιρλάντα από γραμμές, που σχημάτιζαν τετράγωνα, που έκλειναν μέσα τους ένα μικρό Χ. Το ταπεινό ανθογυάλι μου φάνηκε ξαφνικά όμορφο. Μου είπε για πρώτη φορά κάτι…
Ο νους μου πάει στην “άχαρη” την Κατερίνα, στον “ανερμάτιστο” θείο Στέλιο, στον “αδιόρθωτο” τον Βλάση… Τόσοι άνθρωποι ζουν γύρω μου καθημερινά χρόνια˙ κι όμως δεν μου έχουν πει τίποτε στην καρδιά. Άνθρωποι της σειράς, ασήμαντες ανθρώπινες μονάδες, χωρίς “την σφραγίδα της δωρεάς”, όπως λένε˙ κι όμως πλάσματα του μεγάλου Δημιουργού – “πήλινα” κι αυτά – κλείνουν στην ψυχή τους μια θεϊκή εικόνα. Και περιμένουν την καινούρια μας ματιά, που θα τους κάνει όλους να μιλήσουν, να μας πουν ένα ανθρώπινο κάτι. Κι ίσως – γιατί όχι; – να μας στολίσουν αληθινά τη “σάλα” της ψυχής!…
Ιάς
Απόσπασμα από το περιοδικό “Η Δράση μας”
Τεύχος Νοεμβρίου 1976
Τόσοι ἄνθρωποι γύρω μας! Ἄνθρωποι πού ἴσως μέχρι τώρα δέν μᾶς ἔχουν πεῖ τίποτα γιατί πολύ ἁπλᾶ δέν τούς προσέξαμε. Τούς προσπεράσαμε ἀδιάφορα μόλις έλειωσε ἡ ὅποια γρήγορη, ρηχή ἐπικοινωνία μας. Τόσοι ἄνθρωποι γύρω μας! Ἄνθρωποι μέ τούς ὁποίους συνεργαζόμαστε, ἐπικοινωνοῦμε συχνά – καθημερινά κάποτε – χωρίς ὡστόσο νά ἐνδιαφερόμαστε ποτέ γιά κάτι παραπάνω, κάτι βαθύτερο.
Δέν εἶναι μόνο ἡ εὐρύτατα διαδεδομένη ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας πού ἀκούει στό ὄνομα: ρηχές ἀνθρώπινες σχέσεις, ψεύτικη, μακιγιαρισμένη, πλαστική συμπεριφορά, εἶναι ἡ δική μας ἀδιαφορία νά συναντήσουμε πραγματικά, οὐσιαστικά, βαθιά καί ἀγαπητικά τόν ἄλλον, τόν διπλανό μας. Νά τόν συναντήσουμε σάν εἰκόνα δική Του. Νά τόν συναντήσουμε μέ πόθο νά δοῦμε μέσα ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό.
Τόσοι ἄνθρωποι γύρω μας! Μᾶς καλοῦν, μᾶς προκαλοῦν, ν’ ἀλλάξουμε τή ματιά μας τή διάθεσή μας. Νά κατακερματίσουμε τή μοναξιά μας, τόν ἀτομισμό μας καί ν΄ ἀνοιχτοῦμε μ’ ἀγάπη στόν ἄλλο.
Γιά νά ζήσουμε ἐκπλήξεις μοναδικές καθώς, θά ἀνακλύπτουμε χαρίσματα, χαρακτῆρες καί ἀνθρώπινες καρδιές.
Πολύ περισσότερο γιά ν’ ἀνακαλύψουμε Αὐτόν πού κρύβεται στό διπλανό μας. Ὄχι μόνο σ’ αὐτόν πού πεινά ἤ διψᾶ ἤ γυμνητεύει ἀλλά καί σ’ αὐτόν πού ἁπλᾶ υπάρχει δίπλα μας. Γιατί ὅποιος ἀνακαλύπτει τόν διπλανό του δέν ἀνακαλύπτει τίποτε ἄλλο παρά τόν Κύριόν του καί τόν Θεόν Του.