«Η θρησκεύουσα νεολαία υπήρξε ο κυριότερος συντελεστής της νίκης»
Σπουδαίος παράγοντας για τη νίκη της Κύπρου εναντίον των Άγγλων ήταν ασφαλώς το ότι αυτή πολεμούσε για το δίκαιο· οι Άγγλοι για το άδικο. Όμως για να εννοήσει κανείς το πνεύμα της μεγάλης θυσίας και της ακατάβλητης μαχητικότητας των παλληκαριών του Κυπριακού αγώνος των ετών 1955-1959 πρέπει να ‘χει υπ’ όψιν του μια βασική αλήθεια: Όλοι -ή οι πρώτοι τουλάχιστον- αλλά και οι περισσότεροι από εκείνους, που στελέχωναν κατόπιν τα δημιουργούμενα κενά της Οργανώσεως, στρατολογούνταν από την ΟΧΕΝ1. Ήταν δηλαδή έφηβοι και νέοι που είχαν γαλουχηθεί με τα νάματα των αληθειών του Ευαγγελίου του Χριστού. Εκτός από ελάχιστους, όλοι οι άλλοι υπήρξαν μαθητές των Κατηχητικών Σχολείων, ορισμένοι δε και κατηχητές, ή ομαδάρχες χριστιανικών συγκεντρώσεων παιδιών του Δημοτικού Σχολείου. Ο Μάκης Θ. Γεωργαλλάς, ο ηρωικός έφηβος που έπεσε στη μάχη της Ζωοπηγής (31-12-1956), χαιρόταν ιδιαίτερα τη συμμετοχή του στις Χριστιανικές Κατασκηνώσεις της ΟΧΕΝ, λαχταρούσε να δει την κοινωνία χριστιανική και θεωρούσε ιδιαίτερη τιμή από το Θεό το ότι του είχε ανατεθεί η χριστιανική ομάδα παιδιών του Δημοτικού Σχολείου (κυκλαμίνων). Μαθητής της ΣΤ’ Γυμνασίου έγραφε (στις 16-12-1954) στον ομαδάρχη που είχε στην Κατασκήνωση, ο οποίος ήταν τότε φοιτητής στην Αθήνα2:
«…Η ψυχή μου πολλές φορές πετά στις ωραίες κι ευτυχισμένες εκείνες στιγμές (της κατασκηνώσεως του 1954), που περνούσαμε μαζί ανοίγοντας ο ένας την ψυχή του και στους άλλους. Πόσο νοσταλγώ τις μέρες εκείνες. (…) Πόσο θα ήθελα η μικρή μας πολιτεία, (…) η μικρή μας κοινωνία, να γινόταν πρότυπο στη μεγάλη κοινωνία μας. Τότε η αγάπη δε θα υπήρχε μόνο εκεί ψηλά (Σ.Σ. η κατασκήνωση ήταν στο Τρόοδος, στον Αγ. Νικόλαο Στέγης), αλλά παντού».
Δυο μήνες νωρίτερα ο ίδιος έφηβος ήταν γεμάτος θάρρος και άφηνε να ξεχυθεί από την καρδιά του η μεγάλη χαρά του γιατί έγινε «κυκλαμινάρχης». Έγραφε στο ίδιο πρόσωπο (στις 17-10-54):
«Τώρα είμαι έτοιμος για κάθε θυσία και κρατώ ψηλά τη σημαία του Χριστού και της Πατρίδος. Κι αυτό το λέγω και το πράττω, γιατί έχω αλλάξει πολύ αφ’ ότου ήλθα από την κατασκήνωση (…) Δείγμα της τοιαύτης μου αγωνιστικότητος είναι η ανάληψη του δύσκολου έργου του κυκλαμινάρχου. Με ευχαρίστησή μου δέχθηκα την πρόταση του π. Α… να αναλάβω μια ομάδα κυκλαμίνων. Ο Θεός ας με βοηθήσει να φέρω εις πέρας το έργον αυτό με αποτελέσματα σχετικώς καλά».
Δυο μέρες νωρίτερα έγραφε για το γεγονός αυτό στο «Ατομικόν Ημερολόγιον»:
«Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 1954.
Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της μέρας και ίσως και της μέχρι τούδε ζωής μου είναι το ότι μου ανετέθη κατά το έτος τούτο να είμαι κυκλαμινάρχης κάποιας ομάδας κυκλαμίνων στην ενορία Χρυσαλινιωτίσσης. (…) Ο Κύριος, ο οποίος αναμφιβόλως μας κάλεσε θα μου δώσει τη δύναμη να φέρω εις πέρας το πνευματικό τούτο έργο…»
Την επομένη, Σάββατο 16 Οκτωβρίου 1954, σημείωνε στο Ημερολόγιό του:
«Σήμερα έγινε η έναρξη των Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων. Η ομάδα του ανωτέρου, εις την οποίαν ανήκω, έκανε την πρώτη συνάντηση της (…) με αρκετά παιδιά (…) με ομαδάρχην τον κ. Μ. Μ…3 φιλόλογο καθηγητή του Παγκυπρίου Γυμνασίου (…). Δια να επιτύχουμε την πνευματική μας πρόοδο και να βοηθήσουμε ταυτοχρόνως και τα άλλα παιδιά στον πνευματικό τους καταρτισμό, πήραμε ως σύνθημα το “εμπρός εις τον αγώνα”».
Οι Ιεράρχες της Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου τόνισαν επανειλημμένα, σχεδόν στερεότυπα όλοι:
«Η νεολαία της Κύπρου, και ιδιαίτερα η θρησκεύουσα νεολαία, υπήρξε ο κυριότερος συντελεστής της νίκης. Οι στρατιώτες της Εκκλησίας έγιναν συγχρόνως και εύορκοι στρατιώτες της Πατρίδος».
Τούτο φάνηκε καθαρότερα καθώς προχωρούσε ο αγώνας και οι νέοι πολέμαρχοι είχαν απομονωθεί στο βουνό, στα κρησφύγετα, στις φυλακές. Τότε άρχισαν να αισθάνονται τη στέρηση των θρησκευτικών συγκεντρώσεων και της χριστιανικής καλλιέργειας. Αναπλήρωναν βέβαια με την προσευχή ό,τι ήταν δυνατό. Ωστόσο είχαν ανάγκη εντονότερου πνευματικού εφοδιασμού. Για ν’ αναπληρωθεί η βασική αυτή έλλειψη και να ‘χουν τον απαραίτητο ψυχικό στηριγμό οι αγωνιστές, έγινε πρόταση στον Διγενή τον Απρίλιο του 1956 για την ίδρυση Υπηρεσίας Πνευματικού Ανεφοδιασμού (ΥΠΑ). Ο Διγενής, ανταποκρινόμενος στην πρόταση, απάντησε:
«Ναι! Να συντάξετε διαταγή, την οποία να μου στείλετε να υπογράψω. Ο πνευματικός τομέας θα λειτουργεί ως μια υπηρεσία της Οργανώσεως και συνεπώς όλα τα έγγραφα θα φέρουν τον τίτλο ταύτης και θα ελέγχονται υπό του Αρχηγού4. Τα θέματα θα συντάσσονται υφ’ υμών και θα κοινοποιούνται ως προερχόμενα εκ της Οργανώσεως».
Στις 14 Απριλίου 1956 ο αρχηγός της ΕΟΚΑ5 απηύθυνε προς τα μέλη της Οργανώσεως Γενική Διαταγή. Σ’ αυτήν ανακοίνωνε την απόφαση ιδρύσεως της ΥΠΑ. Τόνιζε δε ιδιαίτερα την ανάγκη καλλιέργειας πνευματικού φρονήματος και την τόνωση του ηθικού και θρησκευτικού συναισθήματος των παλληκαριών, που πολεμούσαν για την Ελευθερία της Κύπρου. Στην τελευταία παράγραφο του πιο πάνω ιστορικού εγγράφου παρατηρούσε (η υπογράμμιση δική μας):
«Επιθυμώ να τονίσω όπως ληφθεί σοβαρώς υπ’ όψιν η πνευματική τροφοδοσία των μελών μας, ώστε να δημιουργήσουμε ένα στράτευμα πειθαρχημένο και ολοκληρωμένο, εις το οποίον όχι απλώς θα αποβλέπουμε με εμπιστοσύνη ότι θα κρατήσει τον αγώνα μας εις επίπεδα υψηλά και θα τον συνεχίσει αδιάκοπο μέχρι του νικηφόρου τέρματος, αλλά θα μας δίδει την εγγύηση ότι θα αποτελέσει και την καθαρά και αναπλαστική ζύμη, η οποία θα συνεχίσει αργότερα τον αγώνα με τον ίδιο ενθουσιασμό δια τον καθαρμόν και την αναγέννηση της αμαρτωλού κοινωνίας μας».
Από τις πρώτες ενέργειες της ΥΠΑ ήταν η άμεση αποστολή σ’ όλες τις ομάδες της ΕΟΚΑ αντιτύπων της Αγίας Γραφής και άλλων θρησκευτικών και πνευματικών βιβλίων, τα οποία οι αγωνιστές διάβαζαν άπληστα. Αργότερα η ΥΠΑ έστειλε και πολυγραφημένα φυλλάδια με περιεχόμενο καθαρά οικοδομητικό. Όλα αυτά -και τούτο έχει ιδιαίτερη πάλι σημασία- γίνονταν από τους μαχητές της ΕΟΚΑ κυριολεκτικά ανάρπαστα. Κύκλοι συμμελέτης Αγίας Γραφής λειτουργούσαν κάθε μέρα στα κρησφύγετα, στις σπηλιές, στα πυκνά δάση. Ευφρόσυνα σκιρτήματα δοκίμαζαν τα παλληκάρια κάθε φορά που έφταναν στα χέρια τους τέτοια βιβλία, τέτοια κείμενα. Απόδειξη η επιστολή του γενναίου Μάρκου Δράκου προς τον «Γούναρην», με ημερομηνία 22 Απριλίου 1956:
«Μόλις λάβαμε τη σχετική γενική διαταγή ημ. 14-4-56, στην οποία αναφέρεται ότι ιδρύθη Υπηρεσία Πνευματικού Ανεφοδιασμού, ενεπλήσθημεν όλοι χαράς, διότι η ίδρυσις τοιαύτης υπηρεσίας έρχεται να πληρώσει ένα κενό, το οποίο από της οργανώσεως των ανταρτικών ομάδων υφίσταται.
Η απομόνωσις 5-6 ανδρών μέσα στο βουνό πολλές μέρες χωρίς εφημερίδα, χωρίς την επαφήν των με άλλα πρόσωπα, με τα οποία να συζητούν και αναπτύσσουν τα ενδιαφέροντά των, χωρίς εκκλησιασμόν για πάνω από έξι μήνες, είναι πολύ δύσκολο πράγμα και δεν μπορούσε να αγνοηθεί η κατάστασις αυτή».
Οι φυλακές, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τα κελιά των βασανιστηρίων γίνονται τόποι συμμελέτης Αγ. Γραφής, τόποι λατρείας του Θεού, τόποι θερμών προσευχών στον Κύριο των Δυνάμεων. Μια επιστολή που μας ήλθε τότε (16-3-1958) από τις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας (από τον Αρχιμ. Κ. Λ.) έγραφε:
«Σήμερα σηκώθηκα πολύ νωρίς και ανυπομονούσα πότε θ’ άνοιγε επί τέλους η καγκελόπορτα (…) για να βρεθώ σ’ ένα άλλο κελί, όπου καμία εικοσαριά συνδεσμώτες δικαιούμεθα να υμνούμε από κοινού το Θεό. Τι χαριτωμένο αυτό το κελί! (…) Κάτι σαν το δικό μας θα είχαν κι οι Χριστιανοί των πρώτων χρόνων. Θερμές κατακόμβες και μικρές «κατ’ οίκον» Εκκλησίες».
Η ζωή της προσευχής, της λατρείας, της συμμελέτης Αγ. Γραφής δημιουργούσαν ισχυρά εσωτερικά βιώματα στους φυλακισμένους. Μας έγραφε στις 22 Νοεμβρίου 1958 ο φιλόλογος καθηγητής Μ. Μ…:
«Η ζωή μας εδώ κυλά φαινομενικώς μονότονα (…) Βαθιά όμως μέσα στην ψυχή πραγματοποιείται ένα ξεκαινούργιωμα του εαυτού μας. Αθόρυβα κι αθέατα εργάζεται η Θ. Χάρις για να μας οδηγήσει εις την ζωήν του Πνεύματος. (…) Κάθε μέρα έχομεν την συμμελέτην Αγ. Γραφής. Εντρυφούμεν εις τας Επιστολάς του Παύλου, εκτός της Κυριακής, που αναλύομεν την Ευαγγελικήν περικοπήν, και της Πέμπτης, που μελετούμεν τα Πράξεις».
Από μια επιστολή κρατουμένου στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Πύλας (Λάρνακος), που είχε σταλεί στην εφημερίδα «Έθνος» των Αθηνών («Έθνος» 7-10-1957), πληροφορούμεθα τα ακόλουθα: Επειδή οι Άγγλοι είχαν απαγορεύσει την συγκέντρωση των κρατουμένων για την τέλεση της θ. Λειτουργίας,
«δεν ήταν ασυνήθιστο το θέαμα του παπά με το δισκοπότηρο στο χέρι να δίνει τη Θ. Μετάληψη σε κρατουμένους δια μέσου του συρματοπλέγματος! Τελευταία, κάτω από την πίεση των γεγονότων (…) μας «διέταξαν» να εκκενώσουμε μια παράγκα (…) και να τη διαμορφώσουμε σε εκκλησία. Παρ’ όλη την ακαταλληλότητα του χώρου, τελούμε σήμερα τα θρησκευτικά μας καθήκοντα (…). Κάθε γιορτή, σαν αντηχήσει η γλυκιά ψαλμωδία, η ψυχή, συνεπαρμένη από τη θεία Μυσταγωγία, πετά στα ουράνια σε δέηση πίστεως για να παρακαλέσει τον Παντοκράτορα να λύσει τα δεσμά».
Ο ήρωας Φώτης Πήττας, που θα τον δούμε σ’ όλο του το μεγαλείο στις σελίδες που ιστορούμε το Κυπριακό Χάνι της Γραβιάς, μέσα στον αστυνομικό σταθμό της Αμμοχώστου όπου τον βασάνισαν απάνθρωπα, ζει ζωή προσευχής και ελπίδος στον Θεό. Έχει μαζί του το βιβλίο «Από την Πηγήν της Αλήθειας», μελετά το αγιογραφικό σύνθημα της ημέρας και στον κενό χώρο του βιβλίου καταγράφει τους ιερούς στοχασμούς του. Έτσι την Κυριακή 27 Ιανουαρίου 1957 σημειώνει:
«Μετά από τα πρωινά τροπάρια και ψαλμούς, που γνώριζα, άρχισα να σκέφτομαι να σχεδιάσω κάτι στον τοίχο. Συλλαμβάνω την ιδέα. Η Ελευθερία με το σπαθί ξεγυμνωμένο και τη σημαία ψηλά».
Κι αυτές οι φυλακές της Αγγλίας γίνονται τόποι συγκλονιστικών πνευματικών, αγίων εμπειριών για τους αγωνιστές της Κύπρου. (Οι Άγγλοι είχαν μεταφέρει στην Αγγλία ορισμένους, που τους θεωρούσαν πιο επικίνδυνους από τους άλλους). Στην εφημερίδα «Ελευθερία» (Κύπρου) της 21-11-1958, που δημοσίευε επιστολή ενός τέτοιου αγωνιστή (του Α. Π.) προς τους γονείς του, διαβάζουμε:
«Είχαμε μάθει τη μετακόμισή μας (Σ.Σ. από την Κύπρο στην Αγγλία), δια τον λόγο δε αυτό τόσο εγώ, όσο και οι υπόλοιποι (…) είχαμε λάβει όλα τα αναγκαία και απαραίτητα δι’ ένα Χριστιανόν μέτρα. Δηλαδή η πρώτη μας δουλειά ήταν να καθαρίσουμε την ψυχή μας από τις αμαρτίες μας διά της Εξομολογήσεως (…) και την επαύριον Κυριακήν εμεταλάβαμεν (…) είχαμε καταλάβει το σκοπό (των Άγγλων) και δι’ αυτό πήραμε μαζί μας μερικά βιβλία, εγώ επήρα την Κ. Διαθήκην».
Ο φυλακισμένος στην πόλη Perth (Περθ) της Σκωτίας Α. Τ. έγραφε (στις 28-2-1958) σ’ ένα άλλο αγωνιστή, που ήταν φυλακισμένος σε άλλες Αγγλικές φυλακές:
«Αγαπητέ μου Ρ…
…Η ωφέλεια, την οποία απεκόμισα από τη μελέτη των χριστιανικών βιβλίων, και ιδιαίτερα από την Αγ. Γραφή, είναι πάρα πολύ μεγάλη. Γι’ αυτό θα σας παρακαλέσω αν έχετε χριστιανικά βιβλία ή και άλλα εποικοδομητικά, να μας στείλετε μερικά και όταν τα διαβάσουμε σας τα επιστρέφουμε (…). Ο Θεός μαζί σου».
Όλα αυτά ενίσχυαν το αγωνιστικό τους φρόνημα, τους βάθαιναν πνευματικά. Τους βοηθούσαν όμως ώστε να ενθαρρύνουν, να συμβουλεύουν και να παρηγορούν όσους βρίσκονταν έξω από τις φυλακές κι αντιμετώπιζαν την τυρρανία της στρατοκρατίας. Από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Μάμμαρι ο Λυκειάρχης Κ. Α. Γ… έγραφε στον γιο του τα Χριστούγεννα του 1958 (24-12-1958):
«Παιδί μου,
(…) Διώξε την λύπη από την ψυχή σου και άφησε την αγάπη να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο, για να μην πετύχουν οι διώχτες της αγάπης το ανόσιο έργο τους! Γιατί κι αυτοί θα αντικρίζουν με ντροπή ένα παρελθόν στιγματισμένο πολύ σύντομα, γιατί το έμψυχο υλικό που λέγεται Κυπριακός Εθνισμός υπόφερε πολύ μαζί τους…, γιατί θέλησε κάτι που γι’ αυτό κι οι ίδιοι αγωνίστηκαν με το αίμα των παιδιών τους πριν 18 χρόνια. Κι αυτό το κάτι το λένε Ελευθερία.
Μη κλαις παιδί μου. Ο Χριστός μας που γεννήθηκε σε μια ταπεινή φάτνη και αφού συμπλήρωσε το έργο Του πάνω στην αμαρτωλή γη προσέφερε τον εαυτό του για να εξαγοράσει τις αμαρτίες μας θα ευλογήσει τα δάκρυα, τα αίματα, τον απέραντο πόνο όλων μας, γιατί βλέπει τον αγνό πόθο μας, τον πόθο της ελευθερίας, την οποίαν Εκείνος σαν Θεός που είναι χάρισε στον Κόσμο Του και ασφαλώς δεν θα επιτρέψει να την καταπατούν αχόρταγοι άνθρωποι και κυβερνήσεις που θέλουν να παραβαίνουν συνεχώς το άγιον θέλημά Του!…
Με την αγάπη μου
Ο πατέρας σουΚρατητ. Μάμμαρι, 24-12-1958».
Οι Άγγλοι έβλεπαν την χριστιανική ζωή των κρατουμένων Κυπρίων και θαύμαζαν. Με κατάπληξη άκουγαν αιτήματα εφήβων και νέων για εκκλησιασμό, για να διακόψουν τη μετάδοση από τα μεγάφωνα κοσμικών τραγουδιών. Στους θαλάμους των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και στα κελιά των φυλακισμένων δεν έβλεπαν άσεμνες φωτογραφίες, παρά μόνο εικόνες αγίων της Εκκλησίας μας. Κάθε βράδυ οι στρατιώτες έκλειναν τους «ελεύθερους ελληνοκύπριους φυλακισμένους» στις παράγκες των κρατητηρίων και στα κελιά με το εθνικό τραγούδι ή την προσευχή.
Μ’ αυτό τον πνευματικό οπλισμό κατόρθωσαν να μείνουν άκαμπτοι κι αλύγιστοι. Μ’ αυτόν πολέμησαν τον χάλυβα και το ατσάλι· μ’ αυτόν ανάγκασαν την σκοτεινή διπλωματία να υποχωρήσει ντροπιασμένη μπροστά στο δίκαιο και συνταρακτικό άστραμμα της ορμής τους· μ’ αυτό το ανίκητο όπλο, την πίστη στον Θεό, η αγνή ελληνοχριστιανική ψυχή των Κυπρίων εφήβων και νέων ζωντάνεψε τους μύθους της πανάρχαιας λεβεντιάς. Οι βλαστοί της Κύπρου, που πότισαν, έρθεψαν, φούντωσαν και γιγάντωσαν με το αίμα τους το δέντρο της Ελευθερίας, ήσαν τόσο Έλληνες, όσο και Χριστιανοί.
Οι μαθητές στα Δημοτικά και ιδιαίτερα στα Γυμνάσια προσπαθούσαν να ζουν τίμια και αγνά· να ’ναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Το 1958 σε κάποιο Γυμνάσιο ορισμένοι μαθητές είχαν απειλήσει πως θα κατέβαιναν σε απεργία, γιατί δυσαρεστήθηκαν απ’ τη βαθμολογία ενός καθηγητού. Μερικοί επιδέξιοι ταραξίες άρπαξαν την ευκαιρία και «προέβησαν εις διαφόρους ασχημίας». Το πράγμα όμως ήταν απαράδεκτο για τον αγωνιζόμενο έφηβο της Κύπρου. Γι’ αυτό κατακρίνοντας την ενέργεια εκείνη έγραφε στο «Εγερτήριον Σάλπισμα» (τευχ. 7, 1 Φεβρουαρίου 1958, σελ. 10) :
«Αρχή μας είναι ότι όλος ο βίος μας πρέπει να είναι τέτοιος, που να αποδεικνύει ότι είμεθα άξιοι να κερδίσωμεν την ελευθερία μας».
Άλλωστε στο ίδιο έντυπο (σελ. 7) η Κυπριακή νεολαία δήλωνε κατηγορηματικά από πού έπαιρνε την έμπνευσή της:
«Ημείς η νεότης της Κύπρου δίδομεν το εθνικόν μας πιστεύω, το μέχρι θανάτου πιστεύω, προς την Μεγάλην Ιδέαν και προς όλες τις Ιδέες, που μορφώνουν ανθρώπους και τιμούν τους λαούς».
Εκείνοι οι νέοι ήταν οι ιερουργοί που λειτουργούσαν στην ψυχή τους τα Ιδανικά της Ελληνικής πατρίδος, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, το άγιο θέλημα του Θεού.
Μια επιστολή, που μας είχε σταλεί την περίοδο του αγώνος, ένα μόλις χρόνο μετά την έναρξή του, από τον τότε Χωρεπίσκοπο Σαλαμίνος Γεννάδιον, έγραφε:
Λευκωσία, Ιερά Αρχιεπισκοπή τη 23-5-1956
«Δε θα γνωρίσεις το ήσυχο νησί εάν τώρα ευρεθείς ενταύθα. Είναι αξιοθαύμαστος η αφοβία και ο ηρωισμός της νεολαίας αμφοτέρων των φύλων. Μαθήτριαι Μέσης Παιδείας έρχονται εις σύγκρουσιν με οπλισμένους στρατιώτας, τους λιθοβολούν. Οι στρατιώται ρίπτουν δακρυγόνους βόβμας, πυροβολούν εις τον αέρα και όμως αυταί δεν υποχωρούν. Γίνεται μάχη περί την σημαίαν, τους δαγκώνουν τα χέρια αι μαθήτριαι, όταν έλθουν να τους πάρουν την σημαίαν.
Μια αλλαγή ψυχική έγινε εις την Κυπριακήν νεολαίαν, απ’ αυτό το Δημοτικό ακόμη. Καίτοι ο κόσμος από τα διάφορα μέτρα της Αγγλικής Κυβερνήσεως υποφέρει, εν τούτοις στέκει ακλόνητος. Πιστεύει εις τον αγώνα. Είμεθα υπερήφανοι δια τον λαόν μας. Αξίζει δι’ αυτόν εκ μέρους μας κάθε θυσία (…) Λυπούμεθα δια τας συμφοράς του και προσευχόμεθα εις τον Θεόν να τον προστατεύει και να τον εμψυχώνει μέχρις ότου ημέρα αυγάσει και φωσφόρος ανατείλει και εις το πολύπαθο νησί μας η Εθνική Ελευθερία».
Έτσι τα παιδιά της Κύπρου έκαναν πραγματικότητα τους στίχους του Εθνικού μας βάρδου, του Διον. Σολωμού:
«Που είν’, θα λένε σαστισμένοι,
το Λεοντάρι το Αγγλικό;
Είναι η χήτη του πεσμένη,
και το μούγκρισμα βουβό».
Άλλωστε τ’ ομολόγησαν και οι ίδιοι οι νέοι σ’ ένα από τα φυλλάδια της ΑΝΕ (Άλκιμος Νεολαία της ΕΟΚΑ): Όποιος θέλει να βρει το μυστικό μας, «θα πρέπει να το αναζητήσει στην ίδια την ψυχή, στα εσώτερα βάθη της. Την χριστιανική ψυχή», έγραφαν στο «Εγερτήριον Σάπλισμα» της ΑΝΕ (τεύχ. 27, Δεκέμβριος 1958, σελ. 2). Μια ψυχή που αντλεί ανέκφραστη, μυστική δύναμη από τον Παντοκράτορα. Ο Κύπριος αγωνιστής το εκφράζει πολύ όμορφα στο «Εγερτήριον Σάλπισμα» της 1η Απριλίου 1958, στον χαιρετισμό του προς τους ελεύθερους ανθρώπους της οικουμένης. Γράφει:
«Πάνω απ’ όλα με παραστέκει ο Θεός μου (…). Με τη βοήθειά Του θα κερδίσω τη μάχη».
Όλα ακριβώς αυτά τα βλέπει κανείς διάχυτα στα κείμενα(…). Είναι κείμενα, τα οποία άφησαν τα παλληκάρια, που πέταξαν προς την αθανασία. Το ίδιο χριστιανικό ηρωικό πνεύμα αναδύεται επίσης από τα λόγια, που είπαν στις κρίσιμες στιγμές· από την γενναιότητα με την οποία επρόταξαν τα στήθη τους· από τον αμείωτο ενθουσιασμό τους την ώρα της αναμετρήσεως με την υλική βία και την κτηνώδη τυρρανία μιας αυτοκρατορίας, που έλεγε πως ήταν η χώρα των… τζέντλεμεν!
Η ζωντανή και δυνατή θρησκευτική τους πίστη ήταν αρμονικά, αξεδιάλυτα ενωμένη και με την πίστη στα ελληνικά ιδανικά. Αγωνίζονται αντιγράφοντας, όσο γίνεται, τους γιγαντομάχους της Εθνεγερσίας!
——————————
1.Οι βασικοί στρατολόγοι ήταν ιερείς. Ο πρώτος πυρήνας της ΟΧΕΝ (Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωσις Νέων ή Νεανίδων) πρωτοπαρουσιάσθηκε το 1946. Το 1947 η ΟΧΕΝ πήρε τη μορφή της κανονικής Οργανώσεως. Από το 1948 απέκτησε τον ομαλό της ρυθμό κι άρχισε ν’ απλώνεται σ’ όλη την Κύπρο. Στη Λεμεσό υπήρχε και πριν από το 1946 ΟΧΕΝ με εμπνευστή τον ευσεβή λευίτη παπα-Σολομώντα Παναγίδη.
2.Πρόκειται για τον κατοπινό αγωνιστή της ΕΟΚΑ Ρ. Κυριακίδη. Αργότερα διετέλεσε καθηγητής Φυσικών.
3.Πρόκειται για τον φιλόλογο καθηγητή Μιχ. Μαραθεύτη, που είχε συλληφθεί από την Αγγλοκρατία, βασανίστηκε και φυλακίστηκε κατά τον Κυπριακό απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959 σύμφωνα με τον «νόμο εκτάκτου ανάγκης». Εργάσθηκε ως καθηγητής Μ. Εκπαιδεύσεως (1951-1959) και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου (1959-1986). Από το 1967-1986 διετέλεσε Διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου.
4.Η απάντηση εστάλη στον Αρχιμ. Κωνστ. Λευκωσιάτη, που είχε υποβάλει και την πρόταση. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος της Υπηρεσίας και δούλευε με το ψευδώνυμο «Γούναρης».
5.ΕΟΚΑ = Εθνική Οργάνωσις Κυπριακού Αγώνα
Διασκευασμένο Απόσπασμα από το βιβλίο «Εθνομάρτυρες του Κυπριακού Έπους 1955-59»,
Νικολάου Π. Βασιλειάδη