Γύρισε νά κοιτάξει τό ρολόι του. Πέρασε ἡ ὥρα. Αὐτή τή φορά ὅμως δέν ἤθελε νά ἀργήσει. Τό εἶχε πάρει ἀπόφαση. Τό μάθημα τῆς πρώτης ὥρας ἄκρως ἐνδιαφέρον καί ὁ καθηγητής χαρισματικός καί δημιουργικός. Ἑτοιμάστηκε ταχύτατα κι ἔφυγε τρέχοντας.
Στό δρόμο πρός τό Πανεπιστήμιο τόν περιτριγύριζαν οἱ σκέψεις. Ξαφνικά τό βλέμμα του πέφτει πάνω στό ἐπιβλητικό σύνθημα πού «στόλιζε» τόν τοῖχο: «Ἤσουν καλό ρομπότ σήμερα;». Κοντοστάθηκε ἡ σκέψη του. Μέ εἰρωνεύεται; συλλογίστηκε. Μέ ἐπικρίνει; Ἀμφισβητεῖ τήν ἐπινοητικότητά μου; τή φαντασία μου; τήν ἐλευθερία μου;
Κοίταξε γύρω του. Εἶδε ἀνθρώπους νά τρέχουν ἀγχωμένοι. Να φέρονται προσποιητά. Νά ὑποτάσσονται ἀνελεύθερα σέ ἐπιταγές ἄλλων. Κατάλαβε. Μήπως ἔχω μετατραπεῖ σέ ἕνα ἁπλό μηχάνημα κι ἔχω χάσει τήν ἐπινοητικότητα καί τή φαντασία μου; μονολόγησε. Ποιός μοῦ ὑπαγορεύει νά μήν κάνω τίποτα ἄλλο παρά μόνο καθημερινή, διατεταγμένη ἐκτέλεση ἐπαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων; Μήπως τελικά ἔχει δίκιο ὁ δημιουργός αὐτοῦ τοῦ ἀποφθέγματος; συνέχισε τίς σκέψεις του. Ὁ χρόνος ὅμως πίεζε κι ἐπιτάχυνε ἐκ νέου τό βῆμα του ἀφήνοντας τους ὑπαρξιακούς προβληματισμούς γιά ἀργότερα.
Λίγα μέτρα παρακάτω ἀντίκρισε ἔντρομος ἕνα ἄλλο σύνθημα: «Φαντάζει ὡραῖα καμένη ἡ σημαία». Σάστισε. Ἀδυνατοῦσε νά τό πιστέψει. «Μά πῶς γίνεται νά ἐπιθυμεῖ κάποιος τήν καταστροφή τοῦ συμβόλου τῆς χώρας του, τῆς ταυτότητάς του;» διερωτήθηκε. Καί πάλι ὅμως συνέχισε τό δρόμο του. Θά ἀσχολοῦνταν ἐπισταμένως ἀργότερα μ᾽ αὐτά τά δυό γκράφιτι, πού τόν ἔκαναν νά μελαγχολήσει.
Ἐπιτέλους ἔφτασε. Καθώς περνοῦσε τό κατώφλι τῆς εἰσόδου τοῦ Πανεπιστημίου σήκωσε τό κεφάλι του καί εἶδε ἕνα μεγάλο πανό νά ἀναγράφει «ΚΑΤΑΛΗΨΗ». Αὐτό ἦταν τό τρίτο καί μεγαλύτερο σόκ. Γνώριζε ὅτι χθές τό ἀπόγευμα πραγματοποιήθηκε Γενική Συνέλευση τῆς σχολῆς (ἡ ὁποία περατώθηκε ἀργά το βράδυ), ἀλλά κανείς δέν πίστευε ὅτι ὑπῆρχε περίπτωση νά ὑπερψηφιστεῖ ἡ πρόταση γιά κατάληψη κι ἔτσι δέν ἐνδιαφέρθηκε ἐγκαίρως γιά τό ἀποτέλεσμα.
–Αὐτό μᾶς ἔλειπε τώρα, μουρμούρισε τρομοκρατημένος.
Χωρίς δεύτερες σκέψεις εἰσῆλθε στον αὔλειο χῶρο τῆς σχολῆς γιά νά μάθει τι ἀκριβῶς ἔγινε.
–Πάει ἔκλεισε, σέ κάνα μήνα θά ξανανοίξει ἡ σχολή τοῦ εἶπε σχεδόν ἀδιάφορα ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ συμφοιτητής του. Παρατήρησε ὅτι πιό κάτω βρισκόταν ἕνας ἀπό τούς γνωστούς συνδικαλιστές, ἀπό αὐτούς πού σίγουρα ἔχουν ἀναμιχθεῖ στό κλείσιμο τῆς σχολῆς. Βρῆκε τό θάρρος καί πῆγε νά τόν ρωτήσει σχετικά μέ τά τεκταινόμενα.
–Φιλαράκο τέλος ἡ σχολή, ἔκλεισε κι ἄν δέν ἱκανοποιηθοῦν ὅλα μας τά αἰτήματα δέν πρόκειται νά ξανακάνεις μάθημα, προέχει ὁ ἀγώνας γιά τήν παιδεία μας.
Πραγματικά ἔνιωσε τή γῆ νά χάνεται κάτω ἀπό τά πόδια του. Λίγες μέρες εἶχε στήν Ἀθήνα καί ἀκόμα βρισκόταν στή φάση προσαρμογῆς. Ἦρθε στήν πρωτεύουσα ἀπό την ἐπαρχία γιά νά σπουδάσει τή μεγάλη του ἀγάπη, τήν ἐπιστήμη τῆς νομικῆς, καί τώρα ἔβλεπε νά ὑψώνονται τά πρῶτα μεγάλα ἐμπόδια στήν πραγματοποίηση τοῦ ὀνείρου του.
Ρωτώντας ἔμαθε ὅτι ἡ ἑπόμενη ψηφοφορία, γιά τή συνέχιση ἤ ὄχι τῆς κατάληψης, θά πραγματοποιηθεῖ σέ μία ἑβδομάδα.
Μή ἔχοντας κάτι ἄλλο νά κάνει στήν ὑπό κατάληψη σχολή του πῆρε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Τώρα οἱ σκέψεις ἦταν ἀναρίθμητα περισσότερες ἀπό αὐτές πού εἶχε ἐρχόμενος στή σχολή. Οἱ ἰδέες πού ἔρχονταν στό μυαλό του διαδέχονταν τόσο γρήγορα ἡ μία τήν ἄλλη, ὥστε μερικές δέν προλάβαινε νά τίς συνειδητοποιήσει.
–Ποιοί εἶναι αὐτοί πού ἀποφασίζουν χωρίς ἐμᾶς γιά ἐμᾶς, κλείνοντας τή σχολή; Ποιά συμφέροντα ἐξυπηρετοῦν;
Ὅμως ξαφνικά ἔμεινε ἀποσβολωμένος. Συνειδητοποίησε ὅτι τήν ἴδια μέρα πού ξεκίνησε ἡ κατάληψη εἶδε γιά πρώτη φορά τά δυό περιβόητα συνθήματα νά κοσμοῦν τούς τοίχους.
Τό πρῶτο σύνθημα «Ἤσουν καλό ρομπότ σήμερα;» ἐπιθυμεῖ νά ἀφυπνίσει τή μαζοποιημένη κοινωνία. Ὅμως στερεῖται μιᾶς συγκεκριμένης ἀντιπρότασης καί περιορίζεται ἁπλά στό νά καυτηριάζει σκωπτικά τήν πραγματικότητα. Τά δυό ἑπόμενα «Φαντάζει ὡραῖα καμένη ἡ σημαία» καί «κατάληψη» φανερώνουν μία ἰσοπεδωτική κι ἐπικίνδυνη ἀγανάκτηση, κομίζοντας μόνο τήν ἐλπίδα τῆς ἀνατροπῆς. Συνεπῶς καί τά τρία συνθήματα ἔχουν τήν ἴδια νοηματική βάση, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλη ἀπό την ἀπορριπτική ἀντίδραση συγκεκριμένων κατά στάσεων, χωρίς νά ὑπάρχει ἀντιπρόταση.
Ἄν πιστεύεις ὅτι ἡ κοινωνία μας δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μία ἄμορφη μάζα ἀνθρώπων-ρομπότ, οἱ ὁποῖοι προβαίνουν σέ μηχανιστική διεκπεραίωση τῶν ὑποχρεώσεών τους, τότε μᾶλλον ἀγνοεῖς τήν ὁλότητα τῆς λέξης ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως ὄντως ἔχεις δίκιο, πού δέν τό ἀποκλείω, ἐσύ τί κάνεις γιά νά ἀλλάξεις αὐτό τό κατεστημένο;
Ἄν πάλι ποθεῖς νά βλέπεις κατεστραμμένο τό ἱερό σύμβολο τῆς χώρας σου, αὐτό γιά τό ὁποῖο τόσες χιλιάδες Ἑλλήνων στο πέρασμα τῶν αἰώνων ἔδωσαν τό αἷμα τους, ἐνδεχομένως δεν ἔχεις τήν παραμικρή συναίσθηση τῆς καταγωγῆς καί τῆς ἀποστολῆς σου.
Στήν περίπτωση πού ἐπιθυμεῖς νά πραγματοποιεῖς καταλήψεις, προσπάθησε νά συνειδητοποιήσεις ἄν αὐτή σου ἡ ἐνέργεια εἶναι τό μέσο γιά τή βελτίωση τῶν συνθηκῶν, ὅπως ἰσχυρίζεσαι ἤ ἀποτελεῖ καταστρεπτικό αὐτοσκοπό.
Κι ἐνῶ σκέψεις σάν κι αὐτές συνέχιζαν νά τόν πολιορκοῦν ἔφτασε στό σπίτι του. Αὐτές οἱ πρωινές πνευματικές ἀνησυχίες τόν εἶχαν συγκλονίσει.
Πῶς μπορεῖς νά αὐτοαποκαλεῖσαι καλλιτέχνης καί πνευματικός ἄνθρωπος, ὅταν ἀποδέχεσαι τη ρομποτική ἰδιότητα τῶν συνανθρώπων σου; Ποιούς ἀφυπνίζεις; Τά ρομπότ; Μήν κουράζεσαι ἄδικα, τά ρομπότ δέν καταλαβαίνουν.
Πῶς μπορεῖς νά εἶσαι Ἕλληνας, ἀπόγονος μιᾶς λαμπρῆς ἱστορίας κι ἑνός μεγάλου πολιτισμοῦ, ὅταν διακαής σου πόθος εἶναι νά βεβηλώσεις τή σημαία τῆς πατρίδας σου;
Πῶς γίνεται νά ἀγωνίζεσαι γιά τήν Παιδεία, κρατώντας κλειστά τά ἐκπαιδευτήρια τῆς χώρας σου;
Πῶς; Πῶς; Πῶς;
Ἀκούω τό σκοπό πού σιγοτραγουδᾶς καί φουντώνει τόν ἐπαναστατημένο ἑαυτό σου «γυρίζω τις πλάτες μου στό μέλλον».
Δέν εἶναι προτιμότερο νά κοιτάξεις τό αὔριο μέ ὑπευθυνότητα; Ἄλλωστε εἶναι δικό σου, κανείς δεν μπορεῖ νά σοῦ τό ἀφαιρέσει. Γύρισε τό βλέμμα σου στό μέλλον. Σοῦ ἀνήκει.
Α. Α, Φοιτητής ᾽Ιατρικῆς
Απόσπασμα από το Περιοδικό “Η Δράση μας”,
Τεύχος Μαρτίου 2011
…και να που φθάσαμε εδώ. Οκτώβριος 2012. Χρόνια τώρα μας βομβαρδίζουν με το ίδιο παραμύθι˙ αυτό που βάφτισε τη σημαία μισαλλόδοξο σύμβολο και την κατάληψη εκδήλωση αφυπνισμένης νεανικότητας. Εργαλείο σπουδαίο για το μέγιστο έργο της δημιουργίας αβιοτικών συνθηκών, στο ανέκαθεν ιωμένο κράτος μας.
…και να που σήμερα θρηνούμε πάνω στις στάχτες μας. Ο προφητικός φοιτητοπατέρας επαληθεύεται τραγικάː «Φιλαράκο τέλος η σχολή, έκλεισε». (Στην προφητεία του, η σχολή δεν είναι παρά σύμβολο του κράτους και των οραματισμών μας). Ο ασθενής στην εντατική και το νοσοκομείο δεν διαθέτει ούτε γιατρούς, ούτε σύριγγες. Μόνες διαθέσιμες˙ οι χρησιμοποιημένες και πεταμένες στις κάθε είδους καταλήψεις.
Μόνη λύση˙ με το βλέμμα στο νυν και στο αεί, με την πλάτη στη ρομποτική βαττολογία, να καταφύγουμε στον αποδιωγμένο απ΄ τις καρδίες και κοινωνίες μας, Παντοδύναμο Ιατρό. Το ΕΣΥ, να πάψουμε να ζητούμε να το επανδρώσεις εσύ, αλλά να ζωστώ το λέντιο εγώ.