Ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί τριαδικός
Κι ὅταν λέω «τοῦ Θεοῦ», ἐννοῶ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς νά ἐννοῶ ὅτι ἡ θεότητα διαχέεται ἔξω ἀπ’ αὐτά, ἔξω ἀπό τά τρία θεῖα πρόσωπα – γιά νά μήν εἰσαγάγουμε πλῆθος θεῶν –, οὔτε πάλι ὅτι περιορίζεται σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά, ὥστε νά κατηγορηθοῦμε ὅτι δεχόμαστε μιά ἐλλειμματική θεότητα, κλίνοντας εἴτε στόν ἰουδαϊσμό – ἐφόσον θά ἀποδεχόμαστε τή μοναρχία(1) – εἴτε στήν εἰδωλολατρία – ἐφόσον θά ἀποδεχόμαστε πλῆθος θεοτήτων. Διότι τό κακό καί στίς δύο περιπτώσεις εἶναι τό ἴδιο, ἔστω κι ἄν ἐντοπίζεται σέ ἀντίθετες μεταξύ τους πίστεις. Αὐτό μᾶς διδάσκουν τά οὐράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, πού κατακλύζονται ἀπό τά Σεραφείμ καί ἀντηχοῦν ἀπό τίς δοξολογίες τους, τά τριπλά «ἅγιος», τά ὁποῖα Σεραφείμ ἔτσι ἀναγνωρίζουν μία κυριότητα καί [320C] θεότητα(2). Σ’ αὐτό καί κάποιος ἄλλος πρίν ἀπό ἐμᾶς ἔχει ἐνδιατρίψει ἔξοχα καί πολύ πνευματικά.
Ἡ δημιουργία τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων
- Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν ἀρκετό γιά τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ αὐτό, τό νά κινεῖται δηλαδή μόνο στή θεωρία τοῦ Ἑαυτοῦ Του, ἀλλ’ ἔπρεπε κατά τήν προαιώνια ἐλεύθερη βούλησή Του νά μεταδοθεῖ τό ἀγαθό, ὥστε νά εἶναι περισσότερα τά ὄντα πού θά εὐεργετοῦνταν – διότι αὐτό ἦταν γνώρισμα τῆς ἄκρας ἀγαθότητος – πρῶτα συλλαμβάνει στόν νοῦ Του τίς ἀγγελικές καί οὐράνιες δυνάμεις· καί ἡ σκέψη ἔγινε ἔργο, πού συμπληρώθηκε ἀπό τόν Λόγο καί τελειοποιήθηκε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κι ἔτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, ὑπηρέτες τῆς πρώτης λαμπρότητος· θά πρέπει νά τίς θεωρήσουμε εἴτε νοερά πνεύματα [320D] εἴτε σάν ἄϋλη καί ἀσώματη φωτιά εἴτε κάποια ἄλλη φύση πολύ συγγενή πρός αὐτά πού εἴπαμε. [321Α] Θέλω νά τίς χαρακτηρίσω ἀκίνητες στό κακό, μέ ροπή μόνο πρός τό καλό, καθώς βρίσκονται κοντά στόν Θεό καί φωτίζονται ἄμεσα ἀπό τόν Θεό (διότι τά ἐδῶ, τά ἐπίγεια, φωτίζονται ἔμμεσα). Ἀλλά μέ πείθει νά τίς θεωρῶ καί νά τίς χαρακτηρίζω ὄχι ἀκίνητες ἀλλά δυσκίνητες αὐτός πού γιά τή λαμπρότητά του ὀνομάστηκε Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς ἐπάρσεώς του καί ἔγινε καί λέγεται σκότος, καί οἱ ἀγγελικές δυνάμεις πού τόν ἀκολούθησαν στήν ἀποστασία του ἀπό τόν Θεό, πού δημιούργησαν τήν κακία μέ τήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τό καλό καί τό προκάλεσαν καί σ’ ἐμᾶς.
- Ἔτσι λοιπόν καί γι’ αὐτήν τήν αἰτία δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ νοητός κόσμος, ὅσο μπορῶ ἐγώ του λάχιστον νά ἐμβαθύνω σ’ αὐτά, μέ μικρό καί πτωχό λόγο περιγράφοντας τά μεγάλα.
Ἡ δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου
Καί ἀφοῦ εἶδε ὅτι ἡ πρώτη αὐτή δημιουργία ἦταν ὡραία, ὅπως τήν εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθή βουλή Του(3), συλλαμβάνει δεύτερο κόσμο, [321B] ὑλικό καί ὁρατό. Καί αὐτός εἶναι τό σύστημα καί σύνολο τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καί ὅσων περιλαμβάνονται σ’ αὐτά, θαυμαστό γιά τήν τελειότητα τοῦ κάθε μέρους του, ἀλλά πιό θαυμαστό γιά τό ἁρμονικό συνταίριασμα ὅλων, καθώς τό ἕνα ἔδενε μέ τό ἄλλο, καί ὅλα μέ ὅλα, ὥστε νά ἀπαρτισθεῖ ἕνα συγκροτημένο ἁρμονικό σύνολο· γιά νά δείξει ὅτι μπορεῖ νά δημιουργήσει ὄχι μόνο φύση συγγενή πρός τή δική Του, ἀλλά καί τελείως διαφορετική.
Διότι εἶναι ὅμοιες στή θεότητα οἱ νοερές φύσεις καί μόνο μέ τόν νοῦ γίνονται ἀντιληπτές, ἐνῶ εἶναι τελείως διαφορετικές ὅσες ὑποπίπτουν στίς αἰσθήσεις, κι ἀπό αὐτές τίς τελευταῖες διαφέρουν ἀκόμη περισσότερο ὅ σες εἶναι παντελῶς ἄψυχες καί ἀκίνητες.
«Ἀλλά τί μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐτά;» θά ρωτήσει ἐνδεχομένως κάποιος ἀπ’ ὅσους ἀγαποῦν πολύ τίς ἑορτές καί ἦλθαν μέ μεγαλύτερο ζῆλο ἀπό τούς ἄλλους ν’ ἀ κούσουν γιά τή σημερινή ἑορτή. «Σπιρούνισε τό πουλάρι γύρω ἀπό τή νύσσα(4). [321C] Μίλα μας γιά τήν ἑορτή καί γι’ αὐτά πού ἤρθαμε σήμερα ν’ ἀκούσουμε». Αὐτό λοιπόν καί θά κάνω, ἔστω καί ἄν εἶχα ἀρχίσει νά μιλῶ γιά ἀλήθειες πού προϋποθέτουν τή σημερινή ἑορτή – ὁ πόθος καί ἡ ροή τοῦ λόγου μέ παρέσυραν.
Τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργήματος
- Λοιπόν ὁ νοητός πλέον καί ὁ αἰσθητός κόσμος ἔτσι ἦταν διακεκριμένοι μεταξύ τους, βρισκόταν ὁ καθένας μέσα στά ὅριά του, καί ἔφεραν μέσα τους τό μεγαλεῖο τοῦ δημιουργοῦ Λόγου, σιωπηλοί ὑμνωδοί καί φλογεροί κήρυκες τοῦ μεγαλείου τῆς δημιουργίας. Δέν ὑπῆρχε ἀκόμη κράμα κι ἀπό τά δύο οὔτε κάποια ἕνωση τῶν ἀντιθέτων, πού θά ἦταν δεῖγμα ἀνώτερης σοφίας καί τοῦ πλούτου τῆς θείας ἐνεργείας ὡς πρός τή δημιουργία τῶν φύσεων· οὔτε εἶχε φανερωθεῖ ὁ ὅλος πλοῦτος τῆς θείας ἀγαθότητος. Αὐτό λοιπόν θέλησε νά φανερώσει ὁ καλλιτέχνης Λόγος, κι ἕνα ζωντανό πλάσμα καί ἀπό τά δύο – ἀπό τήν ἀόρατη ἐννοῶ καί ἀπό τήν ὁρατή φύση· ἔτσι, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο. Καί ἀ φοῦ ἔλαβε τό σῶμα ἀπό τήν ὕλη, [321D] πού ἤδη εἶχε δημιουργηθεῖ, καί ἔβαλε μέσα του τήν πνοή Του (πού ἡ Γραφή ὀνομάζει νοερά ψυχή καί εἰκόνα Θεοῦ), τόν τοποθετεῖ στή γῆ [324Α] σάν ἕναν κόσμο δεύτερο, μεγάλο μέσα στόν μικρό, ἄλλον ἄγγελο, μικτό προσκυνητή, ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστη τῆς ἀόρατης, βασιλιά τῶν ἐπιγείων, πού ἔχει ὅμως βασιλιά στόν οὐρανό· ἐπίγειο καί οὐράνιο, πρόσκαιρο καί ἀθάνατο, ὁρατό καί νοερό, μεταξύ μεγαλείου καί ταπεινότητος. Εἶναι ὁ ἴδιος πνεῦμα καί σάρκα· πνεῦμα λόγῳ τῆς χάριτος, σάρκα ἐξαιτίας τῆς ἐπάρσεώς του· τό πρῶτο, γιά νά μένει καί νά δοξάζει τόν Θεό· τό δεύτερο, γιά νά εἶναι δεκτικός παθημάτων, ὥστε στήν καύχησή του γιά τό ὕψος μέ τό ὁποῖο τόν τίμησε ὁ Θεός, μέ τά παθήματα τῆς σαρκός νά τοῦ ὑπενθυμίζεται ἡ ἀδυναμία του καί νά συνετίζεται· ἔμψυχο ὄν πού ἐδῶ διάγει τή ζωή του κάτω ἀπό τή φροντίδα τοῦ Θεοῦ, καί μεταβαίνει ἀλλοῦ μέ τόν σωματικό θάνατο, καί – αὐτό πού εἶναι ἡ τελείωση τοῦ μυστηρίου σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο – θεώνεται μέ τήν κίνησή του πρός τόν Θεό. Διότι σ’ αὐτόν τόν σκοπό συντείνει κατά τή γνώμη μου ὁ μέτριος σ’ αὐτή τή ζωή φωτισμός τῆς ἀληθείας πού δεχόμαστε, νά δοῦμε τή λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀλλοιωθοῦμε ἀπό αὐτήν, ἡ ὁποία εἶναι ἀντάξια Ἐκείνου πού καί [324Β] συνέθεσε τά δύο στοιχεῖα τῆς φύσεώς μας (τό σῶμα καί τήν ψυχή) καί θά τά χωρίσει μέ τόν σωματικό θάνατο καί πάλι θά τά ἑνώσει κατά τρόπο ἀκόμη πιό ἔνδοξο.
Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο
- Αὐτόν λοιπόν τόν τοποθέτησε στόν παράδεισο – ὅποιος τέλος πάντων ἦταν αὐτός ὁ παράδεισος – καί τόν τίμησε μέ τό αὐτεξούσιο, ὥστε ἡ ἀρετή νά εἶναι ἐκείνου πού τήν ἐπιλέγει ὄχι λιγότερο ἀπό ὅ,τι Ἐκείνου πού ἐμφύτευσε στήν ὕπαρξή του τά σπέρματά της. Τόν ἐγκατέστησε ἐκεῖ γεωργό ἀθάνατων φυτῶν, πού ἴσως εἶναι οἱ θεῖες ἔννοιες, οἱ ἁπλούστερες καί οἱ τελειότερες· γυμνό λόγῳ τῆς ἁπλότητος καί τῆς χωρίς τέχνες ζωῆς, καί χωρίς κανένα κάλυμμα καί προστατευτικό. Γιατί ἔτσι ἔπρεπε νά εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος. Καί τοῦ δίνει νόμο, ἐρέθισμα γιά τό αὐτεξούσιό του. Ὁ νόμος ἦταν ἐντολή, ποιῶν φυτῶν ἐπιτρεπόταν νά δοκιμάσει τούς καρπούς, καί ποιό φυτό ἀπαγορευόταν ν’ ἀγγίξει. Αὐτό ἦταν τό δένδρο τῆς γνώσεως, τό ὁποῖο δέν ἦταν κακό ὡς δημιούργημα, οὔτε ὁ Θεός ἀπαγόρευσε τή βρώση τῶν καρπῶν του ἀπό φθόνο (ἄς μή φθάνουν νά διδάσκουν τέτοια οἱ θεομάχοι οὔτε νά μιμοῦνται τό φίδι στή συκοφαντία)· ἀλλά ἦταν καλό, [324C] ἐφόσον δοκίμαζε κανείς τούς καρπούς του στόν κατάλληλο καιρό (δηλαδή τό φυτό ἦταν πνευματική θεωρία κατά τήν ἀντίληψή μου, τήν ὁποία μόνο οἱ πνευματικά τελειότεροι ἦταν ἀκίνδυνο νά δοκιμάσουν)· ἐνῶ δέν ἦταν καλό γιά ὅσους ἦταν ἀκόμη ἀκατάρτιστοι καί μή ἀσκημένοι νά συγκρατοῦν τίς ἐπιθυμίες τους, ὅπως ἡ στερεά τροφή δέν ὠφελεῖ τά τρυφερά ἀκόμη βρέφη πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γάλα.
Ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί συνέπειες
Ὅταν ὅμως ἐξαιτίας τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου καί τῆς βλάβης τῆς γυναίκας, τήν ὁποία ὑπέστη ἡ ἴδια ὡς πιό ἀδύναμη καί ὑποχωρητική καί τήν ὁποία ἐπέφερε στόν Ἀδάμ ὡς πιό κατάλληλη νά τόν ἐπηρεάσει – ἀλίμονο στήν ἀδυναμία μου! διότι δική μου εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ προπάτορος –, λησμόνησε τήν ἐντολή πού τοῦ εἶχε δοθεῖ καί ὑπέκυψε στήν πικρή γεύση, ἐξαιτίας τῆς κακίας του ἐξορίζεται συγχρόνως καί ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς καί ἀπό τόν παράδεισο καί ἀπό τόν Θεό, καί ἐνδύεται τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού εἶναι ἴσως ἡ παχύτερη σάρκα, πού εἶναι καί θνητή καί ἀντιστέκεται στό ἀγαθό. Καί αὐτό πρῶτο γνωρίζει, τήν ντροπή του, καί κρύβεται [324D] ἀπό τόν Θεό. Κερδίζει βέβαια κάτι ἀπό ἐδῶ: τόν θάνατο καί τή διακοπή τῆς ἁμαρτίας, γιά νά μήν εἶναι ἀθάνατο τό κακό. Ἔτσι, γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία – γιατί ἔχω πεισθεῖ ὅτι μέ τέτοιο πνεῦμα τιμωρεῖ ὁ Θεός.
Ὁ Θεός παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπο
πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του
[325Α] 13. Γιά τίς πολλές ἁμαρτίες, πού γέννησε ἡ ρίζα τῆς κακίας ἀπό διάφορες αἰτίες καί στίς διάφορες ἐποχές, ὁ Θεός πρῶτα παιδαγώγησε τόν ἄνθρωπο μέ πολλά σωφρονιστικά μέσα, μέ λόγο, νόμο, προφῆτες, εὐεργεσίες, ἀπειλές, πληγές, πλημμύρες, πυρκαγιές, πολέμους, νίκες, ἧττες, σημεῖα ἀπό τόν οὐρανό, σημεῖα ἀπό τόν ἀέρα, ἀπό τή γῆ, ἀπό τή θάλασσα, μέ ἀνέλπιστες μεταβολές ἀνθρώπων, πόλεων, ἐθνῶν, μέ τά ὁποῖα ἡ ἐπιδίωξη ἦταν νά ἐξαλειφθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τελικά ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἰσχυρότερα φάρμακα γιά τίς βαρύτερες ἀσθένειές του, τούς ἀλληλοσκοτωμούς, τίς μοιχεῖες, τίς ἐπιορκίες, τίς ἀνώμαλες ἐπιθυμίες καί – τό χειρότερο καί μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά κακά – τίς εἰδωλολατρίες καί τή μετάθεση τῆς προσκυνήσεως ἀπό τόν Δημιουργό στά δημιουργήματα.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου μυστήριο βαθύ καί τό κατ’ ἐξοχήν σωτηριῶδες γεγονός γιά τόν ἄνθρωπο
Ἐπειδή γι’ αὐτά ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά μεγαλύτερη βοήθεια, δόθηκε ὄντως μεγαλύτερη. [325Β] Κι αὐτή ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, αὐτός πού δέν εἶναι δυνατόν νά περιορισθεῖ, ὁ ἀσώματος, ἡ ἀρχή ἀπό τήν ἀρχή (τόν Πατέρα), τό φῶς, πού προῆλθε προαιωνίως ἀπό τό φῶς, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, τό ἀποτύπωμα τοῦ πρωτότυπου κάλλους, ἡ ἀ μετάβλητη σφραγίδα, ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα, ὁ ὅρος καί λόγος τοῦ Πατρός. Αὐτός λοιπόν πορεύεται πρός τήν εἰκόνα Του καί ἐνδύεται τήν σάρκα γιά χάρη τῆς σάρκας καί ἑνώνεται μέ ψυχή νοερά γιά χάρη τῆς ψυχῆς μου, καθαρίζοντας ἔτσι τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιο. Καί γίνεται ἄνθρωπος σέ ὅλα ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία(5)· γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο, ἡ ὁποία πρίν ἀπό τήν ἀπόρρητη κατά σάρκα σύλληψή Του εἶχε καθαρισθεῖ καί στήν ψυχή καί στό σῶμα (διότι ἔπρεπε καί ἡ γέννηση νά τιμηθεῖ καί ἡ παρθενία νά προτιμηθεῖ)· λοιπόν Θεός μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε, ἕνα πού προέκυψε ἀπό τά δύο ἀντίθετα, τήν ἀνθρώπινη καί τή θεία φύση· ἀπό αὐτά τό ἕνα (ἡ θεία φύση) [325C] θέωσε, τό ἄλλο (ἡ ἀνθρώπινη) θεώθηκε. Τί πρωτοφανής σύνθεση! Τί παράδοξη ἕνωση! Ὁ ὤν γίνεται, καί ὁ ἄκτιστος δημιουργεῖται, καί ὁ ἀπεριόριστος περιορίζεται διά μέσου τῆς νοερᾶς ψυχῆς πού λειτουργεῖ τρόπον τινα ὡς ἐνδιάμεσος, ὡς σύνδεσμος μεταξύ τῆς ἄυλης θείας φύσεως καί τῆς παχύτητος τοῦ ὑλικοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Καί Αὐτός πού πλουτίζει τούς ἄλλους, γίνεται πτωχός· δηλαδή γίνεται πτωχός μέ τήν πρόσληψη τῆς σάρκας μου, γιά νά γίνω ἐγώ πλούσιος μέ τήν κοινωνία τῆς θεότητός Του. Καί ὁ πλήρης ἀδειάζει· ἀδειάζει ἀπό τή δόξα Του γιά μικρό χρονικό διάστημα, γιά νά γίνω ἐγώ μέτοχος τοῦ πληρώματός Του, τοῦ ἀνεξάντλητου πλούτου τῶν χαρίτων Του. Τί πλοῦτος ἀγάπης εἶναι αὐτός! Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο πού σφραγίζει τήν ὕπαρξή μου! Ἔλαβα τή θεία εἰκόνα καί δέν τήν φύλαξα· προσλαμβάνει Ἐκεῖνος τή σάρκα μου, μέ σκοπό καί τήν εἰκόνα νά σώσει καί τή σάρκα ν’ ἀπαθανατίσει. Ἔρχεται σέ δεύτερη κοινωνία μαζί μας πολύ πιό παράδοξη ἀπό τήν πρώτη, [325D] καθ’ ὅσον τότε μᾶς μετέδωσε τό ἀνώτερο, τώρα κοινωνεῖ τό κατώτερο. Αὐτό εἶναι πιό ταιριαστό στόν Θεό ἀπό τό πρῶτο. Αὐτό γιά ὅσους διαθέτουν κρίση εἶναι ὑψηλότερο.
(1). Ἡ μοναρχία ὡς κακοδοξία (ὅπως ἐδῶ) σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν στόν Θεό τρεῖς ὑποστάσεις ἀλλά μία. Ὡς ὅρος ὅμως τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μία ἀρχή στή θεότητα, ὁ Πατήρ, ὁ Ὁποῖος προαιωνίως ἐγέννησε τόν Υἱό καί ἐκπόρευσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.
(2)24. Βλ. Ἡσ. ς΄ 1-4.
(3). Πρβλ. Γεν. α΄ 4, 8, 10 κλπ.
(4). Ἡ νύσσα ἦταν στήλη στόν ἱππόδρομο πίσω ἀπό τήν ὁποία ἔστριβαν οἱ ἀθλητές ἱππεῖς ἤ ἁρματηλάτες, γιά νά ἐπιστρέψουν στήν ἀφετηρία.
(5). Πρβλ. Ἑβρ. δ΄ 15.
Από το βιβλίο “Στη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού” του κ. Αθανασίου Φραγκοπούλου.