Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας 20 αἰῶνες πρὶν ὑπῆρξε ἡ ἀνατολὴ ἐκείνη ποὺ φώτισε τὸν κόσμο μὲ τὸ φῶς τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας· «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».
Ἦταν ἀσφαλῶς πνευματικὴ ἀνατολή. «Ἀνατολὴ ἀνατολῶν» τὴν ὀνομάζουν οἱ ὑμνογράφοι. Ἀνέτειλε τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ἦταν ἐπὶ χιλιάδες χρόνια βυθισμένος στὸ σκοτάδι.
Τί σκοτάδι ἀλήθεια! Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἐξομοιωθεῖ μὲ τὰ κτήνη. Ὅπως χαρακτηριστικὰ τὸ περιέγραψε ὁ Ψαλμωδὸς στὸν 48ο Ψαλμό (στίχ. 13): «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς»· ὁ ἄνθρωπος δὲν συνειδητοποίησε τὴν ὕψιστη τιμὴ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Ἀλλὰ τί ἔκανε; Ἔδειξε τὴν ἴδια συμπεριφορὰ μὲ αὐτὴ τῶν ζώων καὶ ἐξομοιώθηκε μὲ αὐτά. Ἔγινε καὶ αὐτὸς σὰν ζῶο. Κτῆνος!
Κτῆνος! Ἐνῶ ἦταν προικισμένος μὲ μοναδικὰ χαρίσματα, μὲ λογικὸ καὶ ἐλευθερία, τὰ σπατάλησε καὶ τὰ δύο. Παραχώρησε τὴν ἐλευθερία του στὴν τυραννία τῶν δαιμονικῶν παθῶν καὶ ἐξευτέλισε τὸ λογικό του προσκυνώντας ὡς θεό του τὰ εἴδωλα, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες.
Μέσα βέβαια στὸν ἀπέραντο ὠκεανὸ τῶν λαῶν ποὺ ἦταν βυθισμένοι στὸ σκοτάδι, ὑπῆρχε καὶ ἕνας λαός, ὁ ἑβραϊκός, στὰ σπλάχνα τοῦ ὁποίου σκιρτοῦσε ἡ ἐλπίδα γιὰ μιὰ μεγάλη ἀλλαγή, ἡ προσδοκία μιᾶς ἀνατολῆς ποὺ θὰ ἔφερνε στὸν κόσμο τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ. Ἦταν μιὰ μικρὴ φλόγα στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι. Μιὰ φλόγα ποὺ συχνὰ τρεμόσβηνε καὶ ποὺ μὲ κόπους καὶ κινδύνους προσπαθοῦσαν νὰ κρατήσουν ἀναμμένη οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ.
Οἱ γενιὲς διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη, τὰ χρόνια περνοῦσαν, οἱ αἰῶνες ἔφευγαν ἄπρακτοι καὶ μέσα ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν χρόνων μιὰ κραυγὴ ἔσκιζε μόνιμα τὸ πυκνὸ σκοτάδι τοῦ κόσμου:
Πότε;
Τότε!
Κάποια στιγμή, τὴ μία καὶ μοναδικὴ στιγμὴ τοῦ κόσμου, ὁ οὐρανὸς φίλησε μὲ ἄπειρη στοργὴ τὴ γῆ καὶ ρόδισε ἡ ἀνατολή. Ἀνέτειλε ὁ ἥλιος! Ἀνέτειλε στὴ Φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων ἦρθε νὰ φωτίσει τὸ πυκνὸ σκοτάδι τῆς γῆς.
Ἦρθε! Ἔφερε τὴ λύτρωση, χάρισε στὶς ψυχὲς τὴν ἄφεση, ἔδιωξε τὸ φόβο καὶ τὴ φρίκη τοῦ θανάτου, ἔδειξε μὲς στὴν πυκνὴ ὁμίχλη τὸν μόνο δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Ἡ νύχτα πέρασε, ἡ ἡμέρα ἔφθασε, σκόρπισε τὸ σκοτάδι, τὸ φῶς ἁπλώθηκε στὴ γῆ. Ἁπλώθηκε! Τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ ἀπὸ τὴ νύχτα τῶν αἰώνων πῆραν νὰ βγαίνουν πρὸς τὸ φῶς. Ἄρχισε τοῦ κόσμου ἡ μεγάλη ἀλλαγή. Ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων καταργήθηκε. Ἄνοιξαν τῶν ἀνθρώπων οἱ ψυχές. Ἔλειωσαν παγετῶνες χιλιάδων χρόνων καὶ μυριάδων γενεῶν.
2000 χρόνια τώρα τὸ φῶς τῆς Βηθλεὲμ φωτίζει τὸν δρόμο τῶν ὁδοιπόρων τῆς ζωῆς. 20 αἰῶνες ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστός, ζεσταίνει τὶς καρδιές, λειώνει τοὺς πάγους τοῦ κακοῦ.
2000 χρόνια! Μέχρι τὶς μέρες μας. Μέχρι τοὺς δίσεκτους αὐτοὺς καιρούς, ποὺ μαῦρα σύννεφα ἐπιχειροῦν νὰ τὸν σκεπάσουν. Μὲ μιὰ κίνηση ἀληθινῆς παραφροσύνης λαοὶ καὶ ἔθνη ποὺ ζοῦσαν ἐπὶ αἰῶνες μὲς στὸ φῶς, γυρίζουν πίσω στὸ σκοτάδι, δὲν δέχονται τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Ἄρχισαν πάλι νὰ παγώνουν οἱ καρδιές.
Μέσα σὲ τέτοιο ψύχος πολικὸ θὰ γιορτάσουμε σὲ λίγες μέρες τὰ Χριστούγεννα. Χριστούγεννα σ’ ἕναν παγωμένο κόσμο! Παγωμένο ὄχι ἀπὸ αὔξηση τῆς τιμῆς τοῦ πετρελαίου ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας, τὸ μανικὸ κυνήγι τῶν ἀκάθαρτων ἡδονῶν.
Κι εἶναι ἀνάγκη πλέον ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὴ Φάτνη τοῦΧριστοῦ προθυμότερα τώρα ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Ὅσο ὁ κόσμος μας παγώνει, τόσο οἱ πιστοὶ νὰ αὐξάνουμε τὴ θέρμη τῆς ἀγάπης μας γιὰ τὸ Χριστό. Ὅσο αὐτὸς βυθίζεται στὸ σκοτάδι, τόσο οἱ ψυχές μας πιὸ πολὺ νὰ πλημμυρίζουν ἀπ’ τὸ φῶς.
Νὰ πλημμυρίζουν! Καὶ γεμάτες εὐγνωμοσύνη νὰ ψάλλουν: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν…».
Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ» τ. 1969