Πού θα κάνουμε Χριστούγεννα φέτος; Πού θα γλυκάνουμε τους στοχασμούς μας; Και που θ’ ακουμπήσουμε ν’ αναπαυτεί η καρδιά μας; Θα ταξιδέψουμε; Πού; Στο Σεράγεβο, στη Ρουάντα, στα Τίρανα, στην Πόλη, στα κατεχόμενα της Κύπρου;
Πώς γίνεται να πληγώνουν τόσο τα ονόματα οι λέξεις!
Θα μείνουμε εδώ; Στη μίζερη καθημερινότητα του εφησυχασμού μας, στη νύχατ της ανίας του πολιτισμού μας;
Φέτος πού θα κάνουμε Χριστούγεννα; Σε ποια γωνιά του σύγχρονου παγκοσμίου στάβλου θ’ ανοίξουν τα μάτια μας στο θαύμα;
Πού θ’ αγγίξουμε το γιατί προτίμησε ο Χριστός στη γη το στάβλο; Γιατί δε δέχτηκε, δε χρειάστηκε τίποτε απ’ όσα με τόση τέχνη και ιδρώτα μαζέψαμε στη ζωή μας, τίποτε απ’ όσα –τόσα- αγοράζουμε και πουλάμε;
Κι όμως, ο αναπεσών Βασιλεύς στο στάβλο της γης τα είχε όλα. Τη φάτνη με τ’ άχυρα, π’ άγγιξε το τρυφερό χάδι της Παναγίας Κόρης, τη ζέστανε η πνοή της και τη μεταμόρφωσε σε λίκνο πολυτελές το δέος της Μητρικής Αγάπης. Είχε για σκέπασμα τη στοργική παρουσία του μνήστορος Ιωσήφ.
Στο στάβλο της γης ο αναπεσών Βασιλεύς είχε το θαυμασμό της καθαρής καρδιάς των ποιμένων. Την ιερή αναζήτηση των σοφών, τη δοξολογική χαρά των αγγέλων.
Πού θα κάνουμε φέτος Χριστούγεννα; Που θ’ αποθέσουμε την πέτρινη καρδιά μας, που πονάει; Πού θ’ αποκτήσουμε μια νέα καρδιά ν’ αγαπάει;
Εκεί που θ’ αλλάξουμε καρδιά. Εκεί θ’ ανοίξουν τα μάτια μας στο θαύμα. Εκεί θα βρούμε όσα είχε ο Χριστός στο στάβλο της γης. Εκεί θα κάνουμε Χριστούγεννα φέτος.
γ.