Στον κόσμο των έντονων αντιθέσεων μόνος, ελεύθερος μπήκε ο άνθρωπος μετά από το πρώτο, το τραγικό λάθος της παρακοής.
Αγαπούσε τη ζωή, μα αναπόφευκτα είδε έντρομος, μέσα σε λίγο χρόνο, τον πρώτο βίαιο θάνατο.
Ήταν πλασμένος να ζει με το κεφάλι ψηλά, αλλά η γη του βλάσταινε αγκάθια και τριβόλια και τον ταπείνωνε. Τον ανάγκαζε να ‘χει σκυμμένο το κεφάλι · να την ποτίζει με τον ιδρώτα του για να την ημερέψει.
Πέρασαν χρόνια πολλά. Πλήθυνε το γένος του Αδάμ κι η αλυσίδα των αντιθέσεων συνεχίζεται και μέσα του και γύρω του.
Λαχταράει την καθαρότητα, την απλότητα της καρδιάς του και χάνεται στο δαίδαλο των παθών του.
Τον προσγειώνει η πήλινη κατασκευή του, αλλά ζει κυρίως χάρη στη θεϊκή πνοή, την ψυχή του. Υψώνεται με την ευγενή ύπαρξη του και βαδίζει στη λάσπη των αδυναμιών του.
Κραυγάζει για ισότητα, ειρήνη, δικαιοσύνη και βλέπει: κάποιους «μικρούς» και «εξουθενημένους» ν’ ασφυκτιούν και να παλεύουν για μια ανάσα ανάμεσα σ’ άλλους φαινομενικά μεγάλους και ισχυρούς. Μέσα στη σπατάλη των «εχόντων» κάποιους πένητες, σκελετωμένους ν’ αγωνίζονται για ένα ψίχουλο ζωής. Μέσα στην ανταλλαγή πυρών των οπλισμένων, να παλεύουν να κρατηθούν με το μέτωπο ορθό «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης».
Γεμίζει την ύπαρξή του, πληγώνει την καρδιά του ο πόνος της αντιθέσεως.
Σ’ αυτή τη βαθιά τομή, σ’ αυτόν το ριζικό διχασμό, η κένωση του Θεού, η κατ’ εξοχήν αντίθεση, ενώνει τα διεστώτα.
Η πιο ακατάληπτη αυτή αντίθεση, που προσεγγίζεται μόνο με την πίστη, δίνει τη μοναδική λύση στην πιο οδυνηρή αγωνία.
«Ω της παραδόξου κράσεως!» αναφωνεί ο Θεολόγος άγιος Γρηγόριος, «ο ων γίνεται και ο άκτιστος κτίζεται και ο αχώρητος χωρείται διά μέσης ψυχής μεσιτευούσης Θεότητι και σαρκός παχύτητι. Και ο πλουτίζων πτωχεύει · πτωχεύει γαρ την εμήν σάρκα ιν’ εγώ πλουτήσω την αυτού Θεότητα. Και ο πλήρης κενούται… Τι το περί εμέ τούτο μυστήριον;» (Λόγος ΛΗ΄ εις τα Θεοφάνια, είτουν γενέθλια του Σωτήρος, ΕΠΕ τομ. 5ος, σελ. 58).
Και επί της γης συμπλέκονται τα επουράνια με τα επίγεια. Αντιθέσεις νέες, που καλούν σε ενότητα. Ο Υιός του Θεού γεννάται και ανακτά και ανυψώνει τον πλανώμενο άνθρωπο, «σύμμορφος πηλίνης ευτελούς διαρτίας (=διαπλάσεως) γεγονώς».
Αυτός που γεννάται είναι Θεός και η μητέρα Του Παρθένος. «Τι μείζον καινόν είδεν η κτίσις;».
Ο λαμπρός αγγελικός κόσμος καταφθάνει για να τιμήσει την έλευση του Βασιλέως του Μεγάλου, κι Εκείνος ανακλίνεται στη φτωχική φάτνη μιας άσημης πόλης.
Απλοϊκοί βοσκοί και με ξεχωριστό τρόπο προσκεκλημένοι σοφοί κάμπτουν τα γόνατα, χωρίς διάκριση, μπροστά στο «νεηγενές παιδίον».
Σημειώνεται στην αιώνια πορεία η ώρα της επαναπροσέγγισης Θεού και ανθρώπου, αθόρυβα και τελειωτικά.
Η παντοδύναμη θεϊκή Χάρη εναγκαλίζεται την έσχατη ανθρώπινη αδυναμία κι εξαλείφει όλες της τις αντιθέσεις. Χαράζει τον ποθεινό δρόμο της επιστροφής του αποστάτη υιού αποκλειστικά πάνω στην Αγάπη.
Στεφανώνει τους καρπούς του κόπου και του μόχθου του ανθρώπου τώρα η εν Κυρίω ελπίδα.
Γεμίζει την ψυχή του η όντως ειρήνη, «η πάντα νουν υπερέχουσα».
Χορταίνει τη λαχτάρα του για δικαιοσύνη η προοπτική της αγιότητας, εκεί που τον οδηγεί ο μόνος Άγιος.
Αψηφά τη φτώχεια του, γιατί αυτόν το δρόμο διάλεξε ο Χριστός για να τον πλησιάσει.
Στέκεται ατρόμητος μπροστά στο θάνατο, γιατί στο Φως της ζωής τον οδηγεί, δίχως σκιά φόβου πια, ο Δυνατός.
Προσανατολίζεται ξανά προς τα άφθαρτα κι αιώνια αγαθά. Ξανακοιτάζει με το βλέμμα καθαρό και την καρδιά αγνισμένη εν Χριστώ Ιησού τη θύρα του Παραδείσου.
Βαστάει γερά το χέρι του πτωχεύσαντος γι’ αυτόν Θεού και υψώνεται μαζί Του, τέλειος και ακέραιος κι αυτός, προς τη δόξα της Βασιλείας Του.
Ε. Βερονίκη