Είχε περάσει ήδη το Σάββατο εκείνο που ο Κύριος Ιησούς Χριστός βρισκόταν μέσα στο μνήμα. Και ξημερώματα της επομένης, η Μαρία η Μαγδαληνή μαζί με τη Μαρία τη μητέρα του Ιακώβου και τη Σαλώμη, πήραν τον δρόμο για να ’ρθούν στον Τάφο να αλείψουν το νεκρό σώμα του λατρευτού Διδασκάλου με αρώματα και μύρα.
Περπατούσαν, ενώ πέρα στον ορίζοντα μόλις είχε αρχίσει να «σπάζει» η βαθιά σκοτεινιά και να απλώνεται ο πρώτος γλυκασμός της αυγής. Περπατούσαν, και στο μεταξύ άρχισαν να αναρωτιούνται: Ποιός θα απομακρύνει για χάρη μας τη βαριά πέτρα που κλείνει την είσοδο του μνήματος; Μεγάλη πέτρα, βαριά, και πως να την σύρουν μακριά, γυναίκες αυτές;
Κι όμως δεν το ’βαλαν κάτω. Προχωρούσαν…
Ώσπου κάποια στιγμή σηκώνουν τα βλέφαρά τους και… τι να δουν! Η πέτρα βρισκόταν μακριά. Ανοιχτός ο Τάφος, ο λαξευτός στο βράχο.
Μπήκαν μέσα, κι άλλη έκπληξη τις περίμενε: Υπερκόσμια μορφή νέου, ωραίου, ένδοξου, γεμάτου φως και αστραπή στο πρόσωπο, ντυμένου με στολή λευκή, μέσα στο μνημείο. Ένας άγγελος!
Έπαθαν οι γυναίκες. Έκσταση, κατάπληξη τις κατέλαβε.
–Μη φοβάστε, τις πρόλαβε εκείνος. Ξέρω, ζητάτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό, τον εσταυρωμένο. Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος που τον είχαν βάλει.
Άκουγαν εκείνες…
–Πηγαίνετε πίσω. Τρέξτε να ειδοποιήσετε τους μαθητές, μαζί και τον Πέτρο, ότι σας περιμένει στη Γαλιλαία, όπως σας είπε. Εκεί θα Τον δείτε αναστημένο.
Έκαναν μεταβολή οι γυναίκες. Βγήκαν έξω και άρχισαν να τρέχουν πίσω. Έτρεμαν σύγκορμες από την έκπληξη, τη χαρά, τη συγκίνηση. Χείλη σφιχτά και φτερά στα πόδια για να φέρουν το μήνυμα στους μελαγχολικούς ακόμα μαθητές…
* * *
«Ἠγέρθη»!
Σ’ αυτή την έκρηξη του φωτός, της χαράς, του θριάμβου, ας πάμε, φίλοι μου, να βρεθούμε μαζί με τις Μυροφόρες.
Όλα εκεί είναι νέα, όλα σταλάζουν φως, χαρά, δόξα. Ο κήπος ο ντυμένος την άνοιξη, το μνήμα το καινούργιο, μέσα στο οποίο κανείς άλλος δεν είχε μπει εκτός από τον Χριστό, ο άγγελος ο νέος ο αστραποβόλος, τα εντάφια του Χριστού τα άθικτα, η οσμή της Ανάστασης και της ζωής, της φρεσκάδας και της νεότητας. Ο ίδιος ο αναστημένος Κύριος, ο Ήλιος που φωτίζει τα σύμπαντα και γεμίζει τα πάντα με τη δόξα Του.
Εσύ μόνο την προθυμία θα βάλεις. Να σηκωθείς από τη νύστα και τη χαλάρωση. Να νίψεις το πρόσωπό σου. Να καθαρίσεις την καρδιά σου. Να τρέξεις με λαχτάρα τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου και την αυγή κάθε Κυριακής. Και όλα τα άλλα, την έκπληξη, το ξαλάφρωμα, την ανανέωση της ζωής σου, το ξανάνιωμα μέχρις αυτά τα κύτταρά σου, θα σου τα χαρίσει Εκείνος, ο Αναστημένος.
Γι’ αυτό αναστήθηκε. Για να διώξει την κατήφεια, τη μελαγχολία, την ομίχλη, το μαρασμό, τις ρυτίδες της ψυχής, και να χαρίσει το σφρίγος, την ακμή, το άνθος, τη νεότητα.
Μαζί Του όλα νέα, ζωηρά, φωτεινά. Γιατί Εκείνος είναι ο Ήλιος που ανέτειλε μέσα από τον τάφο, για να χαρίσει ζωή στα σύμπαντα!
Σ’ αυτή την έκρηξη του φωτός, της χαράς, του θριάμβου, έλα και συ, φίλε μου, κι εγώ, να βρεθούμε μαζί με τις Μυροφόρες.
Εκεί, στον Τάφο τον ανοιχτό.
Αρχιμ. Αποστόλου Τσολάκη
από το βιβλίο Μίλησέ μου, Χριστέ
εκδ. «Ο Σωτήρ»