Απόστολος Κυριακής: Εβρ. ς’ 13-20
Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. 16 ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
Ο Αβραάμ και οι δύο επαγγελίες
Οι υποσχέσεις του Θεού
Το αποστολικό Ανάγνωσμα μας μεταφέρει στη συγκλονιστική εκείνη στιγμή που ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη έδωσε τις μεγάλες υποσχέσεις του στον Αβραάμ και του είπε: Θα σε ευλογήσω πλούσια και θα σου δώσω πάρα πολλούς απογόνους. Και ο Αβραάμ αφού περίμενε υπομονετικά πάρα πολλά χρόνια, πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός. Απέκτησε δηλαδή παιδί από τη Σάρρα, τον Ισαάκ. Κι απ’ αυτόν πληθύνθηκαν οι απόγονοί του σε μεγάλο έθνος. Για να τον βεβαιώσει όμως ο Θεός γι’ αυτές τις επαγγελίες, έδωσε όρκο ότι θα τις πραγματοποιήσει. Κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε μεγαλύτερο στο οποίο να ορκισθεί, ορκίσθηκε στον εαυτό του.
Ο Αβραάμ λοιπόν δέχθηκε ένορκη υπόσχεση του Θεού. Την αποδέχθηκε, την πίστεψε, αλλά πραγματοποίηση δεν έβλεπε! Πόσα χρόνια περίμενε; Πόσες φορές δοκιμάστηκε η πίστη του; Του μίλησε ο Θεός για απογόνους, κι αυτός είχε μία γυναίκα στείρα. Του είπε για μεγάλο έθνος που θα δημιουργούσε, κι αυτός γέρασε και παιδί δεν είχε από τη Σάρρα! Όλα φαίνονταν αντίξοα, αντίθετα με την υπόσχεση του Θεού! Όλα έμοιαζαν ουτοπικά και απραγματοποίητα. Ο Αβραάμ όμως δεν έχασε την πίστη του. Κι όταν χάθηκε κάθε ελπίδα, τότε ήλθε η απάντηση του Θεού.
Τι έχει να πει αυτό για μας; Έχει να πει ότι ο Θεός δεν αναιρεί τις υποσχέσεις του. Δεν τις αλλάζει. Μας αφήνει όμως να περιμένουμε και να δοκιμαζόμαστε. Αυτή η περίοδος της προσμονής βέβαια μας φαίνεται συχνά πως είναι ένα μαρτύριο. Ζητούμε από τον Θεό να φέρει στη ζωή μας αυτό που ποθούμε, κι αντί για απάντηση κάποιες φορές τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Γιατί άραγε; Διότι κατά την περίοδο της προσμονής εξαγιαζόμαστε, εξαγνιζόμαστε, πλουτίζουμε σε αρετές. Μαθαίνουμε να εξαρτιόμαστε από τον Θεό. Μαθαίνουμε στην πράξη τι θα πει πίστη και δοκιμασία. Κάποτε φαίνεται ότι ο Θεός αργεί πολύ, κι εμείς κουραζόμαστε. Όσο όμως περισσότερο αργεί ο Θεός, τόσο μεγαλύτερες ευλογίες μας ετοιμάζει. Αρκεί εμείς να πιστεύουμε, να ελπίζουμε, να περιμένουμε, να προσευχόμαστε.
Η ελπίδα μας
Ο θείος Παύλος στη συνέχεια μας λέει ότι οι υποσχέσεις του Θεού δεν δόθηκαν μόνο στον Αβραάμ και στους απογόνους του, τους Ισραηλίτες, αλλά και στον νέο Ισραήλ, σ’ όλους δηλαδή τους Χριστιανούς. Κληρονόμοι της υποσχέσεως του Θεού ήταν για τα επίγεια ο λαός του Ισραήλ, όμως για τα επουράνια και τα αιώνια ο νέος Ισραήλ, η Εκκλησία του Χριστού. Σ’ όλους λοιπόν τους πιστούς που θα κληρονομήσουμε τις θείες επαγγελίες ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ήταν αμετάκλητη η απόφασή του να εκτελέσει όσα υποσχέθηκε. Έτσι ώστε όλοι οι πιστοί να έχουμε μεγάλη ενθάρρυνση για να κρατούμε την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας. Αυτήν την ελπίδα ο απόστολος Παύλος την παρομοιάζει με άγκυρα της ψυχής μας. Και λέει ότι αυτή μας ασφαλίζει από τους πνευματικούς κινδύνους επειδή είναι αμετακίνητη. Κι αυτό διότι δεν αγκυροβολεί στη θάλασσα αλλά στον ουρανό, στα Άγια των Αγίων· εκεί στο θρόνο του Θεού, όπου μπήκε ο Κύριός μας πριν από μας και για χάρη μας ως πρόδρομος, για να μας ανοίξει το δρόμο και να μας ετοιμάσει τόπο. Κι έτσι αναδείχθηκε Αρχιερέας αιώνιος κατά την τάξη του Μελχισεδέκ.
Πόσο παραστατική, αλήθεια, είναι η εικόνα που μας παρουσιάζει εδώ ο απόστολος Παύλος! Παρομοιάζει την ελπίδα μας προς τον Κύριο με μία άγκυρα. Μια άγκυρα όμως που δεν βυθίζεται στον πυθμένα κάποιας θάλασσας αλλά στον ιερότερο μέρος του σύμπαντος, στον ουρανό, στα επουράνια Άγια των Αγίων, στο θρόνο του Θεού. Κι εμείς οδοιπόροι και ουρανοδρόμοι, πορευόμαστε καθημερινά με το πλοίο της ζωής μας και οραματιζόμαστε τον προορισμό μας. Οι τρικυμίες πολλές, οι ανεμοθύελλες, οι πειρασμοί. Τα κύματα ορμητικά παλεύουν να μας αφανίσουν, να μας οδηγήσουν στο ναυάγιο αυτής της ζωής και στο σκοτάδι της άλλης. Ο αιώνιος εχθρός μας καιροφυλακτεί να βουλιάξει το πλοιάριο της ζωής μας. Κι εμείς παλεύουμε, αντιστεκόμαστε, προχωρούμε. Δεν απογοητευόμαστε. Διότι μπορεί να μην έχουμε φτάσει ακόμη στον προορισμό μας, έχουμε όμως εκεί κάτι δικό μας. Έχουμε εκεί αγκυροβολημένη την ελπίδα μας. Γύρω μας όλα μας απογοητεύουν, οι άνθρωποι, οι καταστάσεις, οι πειρασμοί, οι δυσκολίες. Όλα μας απελπίζουν και θέλουν να μας κάνουν να λιγοψυχούμε. Εμείς όμως οι πιστοί, λέει ο απόστολος Παύλος, δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας. Διότι όλη μας τη ζωή και την ελπίδα μας την έχουμε εμπιστευθεί στον Κύριό μας. Αυτός κρατά γερά στα παντοδύναμα χέρια του την άγκυρα της ελπίδας μας. Αυτός είναι η ίδια η ελπίδα μας. Η προσδοκία μας, αυτός είναι η χαρά μας και η ζωή μας. Μην το ξεχνάμε αυτό ποτέ. Αυτός μόνο μας απομένει στο ταξίδι της ζωής αμετακίνητος σύντροφος και συμπαραστάτης.
Περιοδικό “Ο Σωτήρ”, αριθ. 1996