(Φώτης Κόντογλου)
(…) Ἀλλοίμονο ! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι εἴμαστε οἱ πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού ἔπρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά ποῦμε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα:
«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήν κερήθρα, ἔτσι κι ἐμένα μέ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καί πέσανε ἀπάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπᾶνε μέ τίς φαρμακερές σαγίτες τους.
Ἄμποτε, Παναγία μου, νά σέ βρῶ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις ἀπό τά βάσανα». (…)
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων.
Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καρφώθηκε ἀπάνω στό ξύλο. Κι ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοῦτον τόν κόσμο. Γι’ αὐτό καταφεύγουμε σέ Κείνη πού τήν εἴπανε οἱ πατεράδες μας : «Καταφυγή», «Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα», «Ὀξεία ἀντίληψη», «Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορήτισσα» καί χίλια ἄλλα ὀνόματα, πού δέν βγήκανε ἔτσι ἁπλά ἀπό τά στόματα, ἀλλά ἀπό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε.
Μονάχα στήν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο, ἤγουν μέ δάκρυα, μέ πόνο καί μέ ταπεινή ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπό κάθε λογῆς βάσανο. Κι ἀπό τούτη τήν αἰτία τό ἔθνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω ἀπό ὅλα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο. (…)
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρά τῆς Ὀρθοδοξίας, «τό χαροποιόν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμός ὁ γλυκερός τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡ δωδεκάτειχος πόλις».
Ἡ ὑμνωδία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολᾶ ἀπό λογῆς λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στήν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική: «Ἐπί Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ἧς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέ-γονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν».
Ἀπορεῖς τί νά πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτή τήν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου ! Θαρρεῖς πώς ὁ ἀγέρας, τά βουνά, oἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τά χωριά, oἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματική ἀπ’ αὐτό «τό χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτή «τήν μανναδόχον στάμνον» πού ἔχει μέσα «μῦρον τό ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μέ τ ̓ ὄνομά της, τά βουνά μας, οἱ κάμποι, τά νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπό τά ξωκκλήσια της, τά καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στή μάσκα καί στήν πρύμη τό γλυκύτατο ὄνομά της. Ἀληθινά στήν Ἑλλάδα μας «ἐπί Σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», γιά Σένα χαίρεται ὅλη ἡ πλάση. Σήμερα πού κοιμήθηκες, θαρρεῖς πώς ἡ χαρά γίνηκε πιό μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σέ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε, ἀντί νά ἀποσκιάσει, καί πλημμύρισε τίς καρδιές μας.
Σήμερα τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στά κουρασμένα πρόσωπά μας, τά δέντρα σάν νά γενήκανε πιό χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κῦμα σάν νά ἀρμενίζει πιό δροσερό μέσα στό πέλαγο καί ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπό χαρά μεγάλη, τό κάθε τι πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται.
Ὤ! Τί θάνατος λοιπόν εἶναι αὐτός, πού γέμισε τήν οἰκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τῆς ἀθανασίας ! Καί καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδός σήμερα:
«Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τάς ψυχάς ἡμῶν».
Περιοδικό «Ἡ Δράση μας»
τεῦχος 580, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020