Από το πέμπτο κεφάλαιο της “Προς Διόγνητον Επιστολής”*
Πρωτότυπο κείμενο
V 1 Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων. 2 οὔτε γάρ πόλεις ἰδίας κατοικοῦσιν οὔτε διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένῃ χρῶνται οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν. 3 οὐ μήν ἐπινοίᾳ τινί καί φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μάθημα τοιοῦτ’ αὐτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδέ δόγματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι. 4 κατοικοῦντες δέ πόλεις Ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καί τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθήτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ βίῳ, θαυμαστήν καί ὁμολουμένως παράδοξον ἐνδύκνεινται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. 5 πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ’ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολίται, καί πάνθ’ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πᾶσα πατρίς ξένη. 6 γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν· ἀλλ’ οὐ ρίπτουσι τά γεννώμενα. 7 τράπεζαν κοινήν παρατίθενται, ἀλλ’ οὐ κοινήν. 8 ἐν σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ’ οὐ κατά σάρκα ζῶσιν. 9 ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ’ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. 10 πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους. 11 ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων διώκονται. 12 ἀγνοοῦνται, καί κατακρίνονται· θανατοῦνται, καί ζωοποιοῦνται. 13 πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. 14 ἀτιμοῦνται, καί ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται· βλασφημοῦνται, καί δικαιοῦνται. 15 λοιδοροῦνται, καί εὐλογοῦσιν· ὑβρίζονται, καί τιμῶσιν. 16 ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοί κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. 17 ὑπό Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν.
Απόδοση στα Νεοελληνικά
V 1 Βεβαίως οι Χριστιανοί δεν διακρίνονται από τους άλλους ανθρώπους ούτε στη χώρα που ζουν ούτε στη γλώσσα ούτε στις συνήθειες. 2 Διότι ούτε σε πόλεις ιδιαίτερες κατοικούν, ούτε διάλεκτο ξεχωριστή χρησιμοποιούν, ούτε επίσημο βίο ακολουθούν. 3 Και βέβαια η διδασκαλία τους δεν έχει επινοηθεί με σκέψεις και προσπάθειες πολυάσχολων ανθρώπων, ούτε προβάλλουν αυτοί θεωρία ανθρώπινη, όπως μερικοί άλλοι. 4 Κι ενώ κατοικούν σε ελληνικές και ξένες πόλεις, όπως έτυχε ο καθένας, και ακολουθούν τα εγχώρια έθιμα και στην ενδυμασία και στη διατροφή και γενικά στη ζωή τους, παρουσιάζουν ομολογουμένως θαυμαστή και παράξενη τη στάση ζωής τους. 5 Κατοικούν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά ως προσωρινοί· μετέχουν σε όλα ως πολίτες, και όλα τα υπομένουν σαν ξένοι· κάθε ξενική γη είναι πατρίδα τους, και κάθε πατρίδα τούς είναι ξένη. 6 Παντρεύονται όπως όλοι, τεκνογονούν, αλλά δεν εγκαταλείπουν τα παιδιά τους. 7 Παραθέτουν τράπεζα κοινή, αλλ’ όμως όχι ακάθαρτη. 8 Περιβάλλονται από σάρκα, αλλ’ όμως δεν ζουν σαρκικά. 9 Ζουν στη γη, αλλά πολιτεύονται στον ουρανό. 10 Υπακούουν στους θεσπισμένους νόμους, και με τη διαγωγή τους ξεπερνούν τους νόμους. 11 Αγαπούν τους πάντες, και από όλους διώκονται. 12 Περιφρονούνται και καταδικάζονται· θανατώνονται, και ξαναζούν. 13 Πτωχεύουν, και πλουτίζουν πολλούς· όλα τα στερούνται, και όλα τα έχουν με αφθονία. 14 Ατιμάζονται, και μέσα στις ατιμίες δοξάζονται. Βλασφημούνται, και δικαιώνονται. 15 Κακολογούνται, κι αυτοί δίνουν ευλογίες· υβρίζονται, και τιμούν. 16 Κάνουν το καλό, και τιμωρούνται ως κακοί· τιμωρούνται, και χαίρονται σα να τους δίνουν ζωή. 17 Από τους Ιουδαίους πολεμούνται ως αλλόφυλοι, και από τους ειδωλολάτρες καταδιώκονται, και την αιτία της έχθρας δεν μπορούν να την πουν αυτοί που τους μισούν.
___________________________________________
*Πρόκειται για ένα σύντομο κείμενο της πρώτης περιόδου της χριστιανικής γραμματολογίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δοκίμιο, ενώ παρουσιάζεται με τη μορφή επιστολιμαίας διατριβής. Σχετικά με τον συγγραφέα, τον παραλήπτη και τον χρόνο συγγραφής της επιστολής δεν είναι σχεδόν τίποτα γνωστό. Μπορούμε ενδεχομένως να το αποδώσουμε σε μαθητή του αρχαίου απολογητού Αριστείδου του Αθηναίου (καθώς σε πολλά σημεία θυμίζει την Απολογία του) ή του Αθηναγόρου, οπότε και ως τόπο της συγγραφής μάλλον τον χώρο των Αθηνών πρέπει να θεωρήσουμε, που υπήρξε η κοιτίδα της χριστιανικής απολογητικής. Αν η απόδοση στο περιβάλλον αυτών των συγγραφέων είναι σωστή, τότε και ο χρόνος της συγγραφής πρέπει να κυμανθεί από το β’ μισό του 2ου μ.Χ. μέχρι τις αρχές του 3ου (175-200 μ.Χ.). Το όνομα του παραλήπτη (Διόγνητος) είναι ελληνικό. Δεν είμαστε όμως σε θέση να ταυτίσουμε το όνομα αυτό με κάποιο από τα γνωστά επίσημα πρόσωπα της εποχής εκείνης (το ότι πρόκειται για επίσημο πρόσωπο φαίνεται από την προσφώνηση «κράτιστε» [I 1]). Το θέμα της επιστολής αυτής μπορεί να συνοψιστεί σε μια απορία του Διογνήτου την οποία και έρχεται να απαντήσει, σχετική με το «καινόν τούτο γένος» των Χριστιανών που εμφανίστηκε πρόσφατα στον κόσμο.
Όλο το κείμενο προέρχεται από ειδική έκδοση της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης που είχε δοθεί στα μέλη της ως ενθύμιο στη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2006-2007.