Κλείνω τα μάτια μου. Ψηλά, καταπράσινα έλατα προβάλλουν μπροστά μου. Πιο κάτω το χωριό. Γύρω-γύρω πεντέξι σπιτάκια κι ένα μικρό ταπεινό εκκλησάκι. Ησυχία, απόλυτη ηρεμία. Τα πουλάκια κελαηδούν. Απολαμβάνω το τοπίο ηδονικά και ρουφάω λαίμαργα τον καθαρό αέρα. Ένα σκιουράκι κατεβαίνει από τον έλατο, αρπάζει ένα μικρό κομματάκι ψωμί που βρέθηκε εκεί και ανεβαίνει πάλι στο δέντρο. Μόνο που τα σκέφτομαι όλα αυτά γαληνεύω και αφήνομαι στη μαγεία του ονείρου που περιγράφεται με μία μόνο λέξη: Αθαμάνιο!
Κάθομαι στην αναπαυτική πολυθρόνα μου, μπροστά στον υπολογιστή μου και προσπαθώ να κανονίσω στο μυαλό μου το πρόγραμμά μου. Είμαι 20 χρονών και σπουδάζω πολιτικός μηχανικός. Το χειμώνα τρέχω και δεν προλαβαίνω. Παρακολουθήσεις, εργασίες, εργαστήρια, διάβασμα. Όλα αυτά φτιάχνουν αναμεταξύ τους ένα πρόγραμμα που σε κουράζει μόνο που το σκέφτεσαι. Βάλε από πάνω και τα Αγγλικά -πρέπει να πάρω το Proficiency, μού λένε- και το πιάνο που τελειώνω σε δύο χρόνια. Σε λίγες ημέρες αρχίζει η εξεταστική. Ήδη έχω αρχίσει το διάβασμα. Δύσκολα τα πράγματα. Και όλα αυτά μόνος μου. Οι φίλοι μου σκορπίσανε, ο καθένας στην πατρίδα του. να υπάρχει άραγε έστω και ένας που να με σκέφτεται αυτή τη στιγμή; Αχ, Αθαμάνιο!
Πάλι έρχονται μπροστά μου εικόνες από τη ζωή μου εκεί. Μόλις ανέφερα στο μυαλό μου τη λέξη «φίλοι», το Αθαμάνιο ξεπρόβαλε ολοζώντανο μπροστά μου. Γιατί αυτό; Δεν μπορώ να καταλάβω. Μήπως τους ξέρω όλους από τα παιδικά μου χρόνια; Λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζα πριν πάω στην κατασκήνωση. Οι υπόλοιποι είναι καινούργιοι φίλοι. Απλώς πέρασα μαζί τους δεκατέσσερις ημέρες. Κι όμως, πολλοί απ’ αυτούς είναι μέσα στην καρδιά μου. Δεν ξέρω, νοιώθω σαν να μας ενώνει φιλία πολλών χρόνων. Τους αισθάνομαι πολύ πιο κοντά από τους παιδικούς μου φίλους. Μοιάζει σαν παραμύθι. Συμβαίνουν παράξενα, ανεξήγητα πράγματα, τα οποία όμως νοιώθω ότι είναι αληθινά.
Αθαμάνιο. Πρώτη μου φορά πήγα σε αυτή την κατασκήνωση. Τι ήταν άραγε αυτό που μου άφησε αυτή την αίσθηση; Πρώτα απ’ όλα μαγεύτηκα από το τοπίο. Ελβετία; Ποτέ δεν είχα φανταστεί, μεγαλωμένος μέσα στις μεγαλουπόλεις, πως μπορεί να κρύβει τέτοιες ομορφιές η πατρίδα μας. Ελατόφυτη πλαγιά, πάνω από το χωριό Αθαμάνιο, στα Τζουμέρκα. Υψόμετρο: 1.100 μού είπαν. Και η κορυφή που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας 1.900. Ευτυχώς, ο «πολιτισμός» του ανθρώπου δεν έχει φτάσει ακόμα σε κάτι τέτοια σημεία. Αγνότητα, ομορφιά, ηρεμία. Ο μόνος θόρυβος που θυμίζει ανθρώπινη παρουσία είναι οι χαρούμενες φωνές των βοσκών, που περνάνε κοντά μας και οδηγούν τα κοπάδια των κατσικιών με τα κουδουνάκια στους λαιμούς τους. Τι όμορφα που ακούγονται μαζί με τα πουλάκια! Τόσα χρόνια ασχολούμαι με τους μεγάλους συνθέτες, κι όμως καμιά άλλη μελωδία δεν ηρέμησε τόσο την ψυχή μου. Πρώτη φορά βγήκαν από μέσα μου αυθόρμητα τα λόγια που άλλοτε ασυναίσθητα έλεγα. «Δόξα σοι ο Θεός», «πάντα εν σοφία εποίησας».
Μήπως όμως ήταν μόνο οι φυσικές ομορφιές; Η καλή παρέα, το παιχνίδι, το γέλιο, η χαρά; Η τήρηση του κοινού προγράμματος; Οι συζητήσεις, προγραμματισμένες και μη, πάνω σε θέματα που δε φανταζόμουν ποτέ πως μπορεί να με ενδιαφέρουν; Όλα αυτά δε δένουν μια παρέα; Όταν συζητάς τα προβλήματά σου με άλλα παιδιά και ο καθένας καταθέτει απλά και με ειλικρίνεια τη γνώμη του, τον αγώνα του, την εμπειρία του, τότε νοιώθεις τους άλλους πιο κοντινούς κι από αδέρφια. Σίγουρα, σημαντικά όλα αυτά, αλλά τα έχω ζήσει και με άλλες παρέες. Η ιδιαιτερότητα του Αθαμανίου αλλού έγκειται.
Φέρνω στο νου μου το ημερήσιο πρόγραμμα και άθελά μου σταματάω στη βραδινή προσευχή. Βγαίνω από το εκκλησάκι μετά την κοινή προσευχή και πηγαίνω σε μια ήσυχη γωνιά της κατασκήνωσης. Ησυχία απόλυτη. Ο μόνος φωτισμός προέρχεται από το φεγγάρι, που τώρα ανατέλλει. Τα αστέρια είναι λίγα. Αυτόματα ο νους μου ανεβαίνει στο Δημιουργό. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Οι καημοί, τα προβλήματα, οι στενοχώριες, οι ευχαριστίες, οι σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους, η σχέση μου με το Θεό γίνονται προσευχή. Μια προσευχή που παρόμοια δεν έχω ξαναζήσει. Δεν είναι η συστηματοποιημένη προσευχή που έμαθα από τους γονείς μου και το κατηχητικό. Είναι το ξεχείλισμας της καρδιάς μου προς το Θεό που τον νοιώθω δίπλα μου, μέσα μου. Γαληνεύω μόνο με τη θύμηση αυτή. «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι».
Σε ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες αυτή την ευκαιρία, να μάθω και να ζήσω πιο βαθιά στην κατασκήνωση ότι Εσύ είσαι η αλήθεια, η ζωή, η χαρά, η ευτυχία και η ανάπαυση κάθε ψυχής. Αυτό μού δίνει θάρρος και δύναμη. Ξέρω πως η λύση δεν είναι μόνο να περιμένω την κατασκήνωση το επόμενο καλοκαίρι, αλλά μπορώ να ζήσω την ουσία της κατασκήνωσης οπουδήποτε, με οποιεσδήποτε συνθήκες. Ξέρω, και το ξέρεις και Εσύ καλύτερα από εμένα, ότι οι συνθήκες είναι δύσκολες. Βλέπεις όμως και την ασθενή έστω θέλησή μου. Βοήθησέ με να τα καταφέρνω, να μην υποχωρώ και πάντοτε να προχωράω.
Τα μάτια μου βλέπουν ξανά τον υπολογιστή μου. Από πάνω ο Εσταυρωμένος με κοιτάει. Με τα μάτια του σώματός μου τον βλέπω στο Σταυρό, με τα μάτια της ψυχής τον βλέπω δίπλα μου. Με ενισχύει και με ευλογεί. «Κουράγιο, μη φοβάσαι. Αγωνίσου και εγώ δεν σε αφήνω». Και η καρδιά μου ανοίγει τα φτερά της και πετάει ψηλά, με αισιοδοξία, ελπίδα και πίστη. Ο Χριστός είναι μαζί μου.
Τελειώνω το διάλειμμα. Κάνω το σταυρό μου και επιστρέφω στα βιβλία μου.
Σ., φοιτητής
Απλά τέλειο. Αντιπροσωπεύει καθέναν από εμάς, ακόμα και αν δεν έχουμε πάει ποτέ κατασκήνωση(δεν έχω πάει ποτέ). Η αληθινή φιλία και οι εμπειρίες που μοιράζονται οι φίλοι είναι πράγματα μοναδικά. Ευχαριστούμε φίλε, μας κάλυψες! Καλό διάβασμα!