«Πάτερ, ἥμαρτον»

0
1107
Εκτύπωση Εκτύπωση
1 αστέρι2 αστέρια3 αστέρια4 αστέρια5 αστέρια (καμία αξιολόγηση προς το παρόν)
Loading...

Μὲ φωνὴν ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ διεκόπτετο ἀπὸ λυγμοὺς, ὁ ἄσωτος ὁμολογεῖ μπροστὰ στὸν πατέρα του τὴ βαρειά του ἐνοχή. Πατέρα, ἡμάρτησα. Ἡμάρτησα στὸν οὺρανό. Ἡμάρτησα καὶ ἐμπρός σου. Δὲν εἶμαι πιὰ ἄξιος νὰ λέγωμαι παιδί σου.

Ἡ γεμάτη συντριβὴν ἐξομολόγησις τοῦ ἀσώτου ἔχει ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς πραγματικῆς μετανοίας. Ὁμολογεῖ πρῶτα ἀπερίφραστα τὴν ἐνοχήν του. «Ἥμαρτον». Δὲν προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσῃ τὰ σοβαρά του σφάλματα. Δὲν ἐπικαλεῖται τὸ ἄστατον τῆς νεανικῆς του ἡλικίας. Δὲν ρίπτει τὴν ἐνοχὴν στοὺς κακοὺς φίλους, ποὺ τὸν παρέσυραν εἰς τὴν ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τὸν πατέρα. Οὔτε ἐνοχοποιεῖ τὴν κακὴ κοινωνία μὲ τὰ κακὰ της παραδείγματα. Τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἡ ἐνοχὴ εἶναι ὅλη δική μου. Ἐγὼ μόνος μου παίρνω ὅλην τὴν εὐθύνην τῆς ἀποστασίας μου.

«Ἥμαρτον». Σὲ ἐγέμισα, πατέρα μου, λύπην, γιατὶ τὸ παιδί σου, ποὺ τόσο τὸ ἐφρόντιζες καὶ μὲ τόσην στοργὴν τὸ περιέβαλλες, σὲ ἐγκατέλειψε  καὶ ἄστοργα ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν πατρική σου ἀγάπη. Ἡμάρτησα, γιατὶ κατεσπατάλησα τὴν πλούσια περιουσία σου, ποὺ μὲ τὴν ἀπαίτησίν μου μοῦ ἔδωκες, καὶ κατήντησα ἕνας ἐλεεινὸς ἐπαίτης. Ἡμάρτησα, γιατὶ προσέβαλα τὸ τιμημένο ὄνομά σου καὶ τόσο σὲ ἐξέθεσα μὲ τὴν ἄθλια διαγωγή μου.

«Πάτερ, ἥμαρτον». Ἀλλὰ τὰ γνωρίσματα τῆς μετανοίας τοῦ ἀσώτου εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι γνωρίσματα τῆς μετανοίας κάθε ἁμαρτωλοῦ. Γιατὶ μόνον τότε ἡ μετάνοια εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἑλκύει τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ φέρνει τὰ σπουδαῖα ἀποτελέσματά της. Νὰ τὰ σπουδάσουμε ἀκόμη καλύτερα στὸ πρόσωπον τοῦ μετανοήσαντος ἀσώτου.

Δὲν εἶναι δύσκολον νὰ παρασυρθῇ ὁ ὁποιοσδήποτε εἰς μίαν ἢ περισσότερες ἁμαρτίες. Ποιὸς εἶναι ἄλλως τε ἀναμάρτητος; Κανείς. Τὸ βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ’ οὐθείς, ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ ιδ’ 4-5). Κανένας δὲν εἶναι καθαρὸς ὰπὸ τὸν ρύπον τῆς ἁμαρτίας, ἔστω καὶ ἂν μιὰ ἡμέρα μονάχα διαρκέσῃ ἡ ζωή του. Ἔχει δύναμιν ἡ ἁμαρτία. Εἶναι «εὐπερίστατος», ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ἡ Ἁγία Γραφή (Ἑβρ. ιβ’ 1). Εὔκολα δηλαδὴ κανεὶς παρασύρεται εἰς αὐτήν. Καὶ εἶναι ἁμαρτίες βαρειές, σοβαρές, ποὺ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐὰν δὲν μετανοήσῃ. Ἁμαρτίες ποὺ ἔχουν σχέσιν μὲ τὴν πίστιν, μὲ τὴν ἁγνότητα, μὲ τὴν δικαιοσύνην. Σκοτίζει τὸν ἄνθρωπον ἡ ἁμαρτία· τοῦ παρουσιάζει τὴν παράβασιν τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ σὰν ἕνα εὐχάριστον ἡδύποτον. Καὶ προχωρεῖ ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος εἰς τὴν διάπραξίν της. Ἔρχονται ὅμως τὰ τρομερά της ἀποτελέσματα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ παραβάτης τοῦ θείου θελήματος, «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν», συνέρχεται ἀπὸ τὴν μέθην, ποῦ τοῦ εἶχε δημιουργήσει ἡ ἁμαρτία, καὶ ἀποφασίζει νὰ ἀλλάξῃ δρόμον. Βέβαια ἡ πρώτη κατεργασία γιὰ τὴν ἐπάνοδο θὰ γίνῃ στὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἄσωτον. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸς ὁ λόγος τῆς παραβολῆς: «εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι!» (Λουκ. ιε’ 17). Ὁ σύγχρονος ἁμαρτωλὸς μὲ τὰ πρῶτα κεντήματα τῆς μετανοίας θὰ εἴπῃ: Ποῦ κατήντησα ὁ ταλαίπωρος!  Ὄχι· δὲν θὰ μείνω πιὰ στὴν κατάστασιν αὐτήν· θὰ μετανοήσω· θὰ γυρίσω στὸν Πατέρα μου.

Ασώτου

Ἐὰν ἡ μετάνοια καλλιεργηθῇ, χωρὶς ἄλλο ὁ ἔνοχος θὰ ζητήσῃ νὰ ἐξομολογηθῇ. Χωρὶς ἐξομολόγησιν ἄφεσις δὲν παρέχεται. Καὶ ἰδοὺ αὐτὸς εὶς τὸ ἱερὸν ἐξομολογητήριον ἐμπρὸς εἰς τὸν πνευματικόν. Αὐτὸν ὥρισεν ὁ Θεὸς ὄργανόν του νὰ συγχωρῇ ἐν τῷ ὀνόματί του τὶς ἁμαρτίες τῶν ἐξομολογουμένων. Ἐδῶ εἶναι, ποὺ χρειάζεται προσοχή. Σ’ αὐτὴν ὁ ἁμαρτωλός, ὁ ἔνοχος καλεῖται νὰ εἴπῃ τὸ «ἥμαρτον». Ἡμάρτησα. Εἶμαι ἔνοχος. Ζητῶ ἔλεος, συγχώρησιν, γιατὶ μὲ τὴν παράβασίν μου ἐλύπησα τὸν Πατέρα μου τὸν ἐπουράνιον καὶ ἐδείχθηκα ἀχάριστος μπροστὰ στὴν πατρική του ἀγάπη. Ἐὰν αὐτὴ ἡ συντριβή, ἡ τελεία ἀναγνώρισις τῆς ἐνοχῆς δειχθῇ, δὲν μένει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ χυθῇ πλουσία εἰς τὸν ἐξομολογούμενον· ἡ συγχώρησις δυνάμει τῆς θυσίας  τοῦ Κυρίου θὰ δοθῇ καὶ ἡ ψυχὴ ἐλεύθερη ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας θὰ συνεχίσῃ τὸν ἀγῶνα της.

Τί ὅμως συνήθως συμβαίνει; Ὁ ἄνθρωπος καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἱερὰν ὥραν ζητεῖ νὰ δικαιολογηθῇ. Νὰ περιορίσῃ, ὅσον ἠμπορεῖ περισσότερον, τὴν ἐνοχήν του, ἢ καὶ νὰ τὸν παρουσιάσῃ σχεδὸν ἀθῶον. Γιατί; Ἁπλούστατα γιὰ νὰ μὴ θιγῇ τὸ ἐγώ· γιὰ νὰ κρατηθῇ ἡ ἀξιοπρέπεια· γιὰ νὰ μὴ πέσῃ στὰ μάτια τοῦ πνευματικοῦ. Καὶ ἐπιστρατεύονται λοιπὸν πλεῖσται δικαιολογίαι – παρασύρθηκα, δὲν κατάλαβα, οἱ φίλοι μου μὲ παρεκίνησαν, ἡ κοινωνία φταίει κ.ο.κ. – ὥστε ἡ ἐνοχὴ νὰ περιορίζεται εἰς τὸ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τί δείχνουν; Δείχνουν, ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι ἐλλιπής· ὅτι ἡ καρδιὰ δὲν ἐλούσθη ἀπὸ τὴν Χάριν· καὶ ὁ ἐξομολογηθεὶς εἶναι ἀμφίβολον ἐὰν μὲ βήματα σταθερὰ θὰ προχωρήσει εἰς τὴν ζωήν, ποὺ ὑποδεικνύει ὁ Κύριος.

Ὄχι, λοιπόν, δικαιολογίες στὴν ἐξομολόγησί μας. Ἀλλὰ καθαρή, διαυγὴς ἡ ὁμολογία τῆς ἐνοχῆς μας. Τὸ «πάτερ, ἥμαρτον» τοῦ ἀσώτου νὰ εὑρίσκῃ τὴν ἐφαρμογὴν του σὲ κάθε μετανοοῦντα ἁμαρτωλόν.

Καὶ τότε, ὤ! τότε. Τί χαρά! Τί εἰρήνη! Τί ἱκανοποίησις! Τότε, ὅπως καὶ εὶς τὴν περίπτωσιν τοῦ ἀσώτου, ἀπανωτὲς τοῦ οὐρανίου Πατρὸς οἱ ὁδηγίες πρὸς τοὺς ὑπηρέτας τοῦ Μυστηρίου: «ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καί… εὐφρανθῶμεν» (Λουκ. ιε’ 22-23). Καινοὺρια στολὴ στὴ θέσι τῶν κουρελιῶν· καινούρια ὑποδήματα νὰ βαδίζῃ σταθερὰ τὸν δρόμον τῆς ἁγιότητος· δαχτυλίδι στὸ χέρι, γνώρισμα τῆς πραγματικῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καὶ συμμετοχὴ εὶς τὸ πάντερπνον δεὶπνον τῆς κοινωνίας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ὅπου ὁ «μόσχος ὁ σιτευτός», ὁ Κύριος, θύεται καὶ προσφέρεται εἰς τοὺς ἀληθῶς μετανοοῦντας ὡς οὐρανία καὶ θειοτάτη τροφή. Μὲ τὴν ἰδικήν της δύναμιν ὁ πιστὸς ἂς συνεχίζῃ τὸν ἀγῶνα του, ἕως ὅτου φθάσῃ νικητὴς εἰς τὸ τέρμα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του καὶ εὕρῃ τόπον εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν.

 

Περ. Ὁ Σωτήρ, τ. 1359, 07/02/1990, σ. 81-82

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ