Σε μια εποχή εγωκεντρική σαν τη δική μας έχει ιδιαίτερη ανάγκη της φιλίας η νεανική ψυχή. Μα η αναζήτησή της και οι δοκιμές τη γεμίζουν τις περισσότερες φορές απογοήτευση.
Μια αληθινή αθάνατη φιλία μεταξύ δύο μεγάλων προσωπικοτήτων, που ξεκίνησε από τα εφηβικά τους χρόνια κι έμεινε πιστή και πέρα απ’ τον τάφο, θα μπορούσε πολλά να προσφέρει σ’ αυτή την αναζήτηση.
Γνωρίστηκαν στην Καισάρεια «την μητρόπολιν των επιστημών» μετά το 345 μ.Χ. οι δύο φίλοι, ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος· έφηβοι τότε γύρω στα δεκαπέντε με δεκάξι τους χρόνια.
Η ευαίσθητη ψυχή του Γρηγορίου εντυπωσιάστηκε απ’ αυτή τη γνωριμία· όχι τόσο από την επιστημονική σκέψη και γνώση του Βασιλείου, την πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία του, όσο από τον ακέραιο χαρακτήρα του και της ψυχής του την ευγένεια! Ύστερα πήγαν για ανώτερες σπουδές ο Βασίλειος στην Κωνσταντινούπολη και ο Γρηγόριος στην Αλεξάνδρεια.
Οι πλούσιοι νέοι αυτή την εποχή επισκέπτονταν μεγάλα πνευματικά κέντρα για ν’ ακούσουν πολλούς διδασκάλους. Έτσι κατευθύνθηκαν κι οι δύο στην Αθήνα, το κέντρο ενός ανεπανάληπτου πολιτισμού. Τον 4ο μ.Χ. αι. η πνευματική κίνηση ήταν πολύ ζωηρή. «Η προγονική αίγλη, η ανάμνησις των μεγάλων προσωπικοτήτων της αρχαιότητος και η ωραιότης της πόλεως με τα λαμπρά μνημεία και καλλιτεχνήματα… και οι φημισμένοι σοφισταί…» ήταν κέντρο προσελκύσεως των νέων.
Ο Γρηγόριος έφτασε στην Αθήνα ένα χρόνο νωρίτερα από τον Βασίλειο και τον περίμενε ανυπόμονα.
Το Πανεπιστήμιο των Αθηνών τότε, γύρω στο 350 μ.Χ., είχε πολυάριθμες αυτοτελείς σχολές με χαλαρό σύνδεσμο μεταξύ τους και έδινε περισσότερο εγκυκλοπαιδική γνώση παρά ειδική, αλλά υψηλής στάθμης.
Πολλοί όμως από τους φοιτητές, μόνο τον τίτλο των φοιτητών είχαν. Υπήρχε ακόμα ισχυρό ειδωλολατρικό πνεύμα. Οι ειδωλολατρικές γιορτές, τα γλέντια, τα σφαιριστήρια, οι ιπποδρομίες, τα θεάματα τραβούσαν τους νέους. Ο Γρηγόριος γράφει ότι ήταν «δυσκάθεκτοι ταις ορμαίς».
Για τους νεοφερμένους ήταν δυσκολότερα τα πράγματα. Οι διάφορες φατρίες θέλουν να τους πάρουν με το μέρος τους, να τους κάνουν υποχείριά τους. Οι φοιτητές μάλιστα της φιλοσοφικής είχαν τη συνήθεια με πειράγματα να υποδέχονται τους καινούργιους. Να τους οδηγούν «εν πομπή» διά μέσου της αγοράς στα δημόσια λουτρά με πολύ θόρυβο και μεγάλη θρασύτητα…
Για το νεοφερμένο ήταν μια αναπάντεχη και τρομερή δοκιμασία. Φώναζαν, κραύγαζαν μάλλον με άγριες φωνές, κι άλλοι τον πρόσταζαν να προχωρήσει, κι άλλοι τον εμπόδιζαν. Τελικά τον άφηναν να περάσει κι ύστερα κάθονταν στο καθιερωμένο συμπόσιο όλοι μαζί, «ομότιμον εκ του λουτρού και ως αυτόν ένα δεχόμενοι».
Ο Γρηγόριος περιμένοντας το Βασίλειο σχεδιάσει πώς θ’ αποφύγει αυτή τη διαπόμπευση και δοκιμασία. Ετοιμάζει το έδαφος. Τονίζει στους φίλους την ανωτερότητα του Βασιλείου, την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, τη μεγάλη του μόρφωση, τα εξαιρετικά προσόντα του!…
Έτσι κατορθώνει να τον επιβάλλει· και όταν μαζί εμφανίζονται κανένας δεν έχει διάθεση να τον χλευάσει· «και μόνος σχεδόν των επιδημούντων τον κοινόν διέφυγε νόμον» και αξιώθηκε πολύ μεγαλύτερης τιμής, απ’ όση άξιζε σε νεοφερμένο. Ήταν «αιδέσιμος» από την ώρα που τον πρωτοαντίκρυσαν!…
Αυτή η ενέργεια του Γρηγορίου ήταν «ο πρώτος σπινθήρ» της φιλίας τους. Αλλά το πράμα είχε συνέχεια. Οι Αρμένιοι φοιτητές ζήλευαν το Βασίλειο. Αυτοί να φοράνε την τήβεννο κι αυτός ο νεοφερμένος να τους ξεπερνάει στη γνώση και στη ρητορική δεινότητα!… Θα τον προσκαλέσουν σε ρητορικό διαγωνισμό… και θα τον ταπεινώσουν!…
Ο Γρηγόριος κατάλαβε τα σχέδιά τους και στάθηκε στο πλευρό του φίλου του. Ο Βασίλειος αναδείχθηκε ο άξιος νικητής των αγώνων. Ταπεινώθηκαν οι Αρμένιοι. Από τότε ο σπινθήρας της φιλίας τους «έγινε πυρσός» και φώτιζε τα βήματά τους σε μεγάλες πραγματοποιήσεις.
Με την πάροδο του χρόνου έγιναν «ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, συμφυείς…» (συγκάτοικοι, ομοτράπεζοι, ομόψυχοι). «Φθόνος δε απήν, ζήλος εσπυουδάζετο»· «ο φθόνος μας ήταν ξένος· φροντίδα μας η άμιλλα». Και απόδειξη ότι από τη φιλία τους απουσίαζε η ιδιοτέλεια ήταν η προσπάθειά τους: όχι πώς να πάρει ο καθένας το πρώτο βραβείο, αλλά πώς να το παραχωρήσει στον άλλο. ¨το γαρ αλλήλων ευδόκιμον ίδιον εποιούμεθα». «Γιατί κάναμε δική μας την προκοπή ο ένας του άλλου».
«Μοιάζαμε σαν μια ψυχή σε δύο σώματα. Ένα ήταν το έργο μας: η επιδίωξη της αρετής. Κι αν δεν είναι υπερβολή, ήμαστε κανόνας και στάθμη ο ένας για τον άλλο».
«Και δεν συναναστρεφόμαστε νέους ανήθικους, αλλά σώφρονες· ούτε εριστικούς αλλά ήρεμους· (ειδότες κακίας ράον μεταλαβείν ή αρετής μεταδούναι)». «Δύο δρόμους γνωρίζαμε· εκείνον που φέρνει στην Εκκλησία κι εκείνον που οδηγεί προς τις σπουδές». Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν παραχωρούσαν στον εαυτό τους και κάποιες αθώες ευχαριστήσεις. Άλλωστε και μόνη μια τέτοια φιλία προσφέρει βαθιά και υψηλή ικανοποίηση.
«Τους άλλους δρόμους τους αφήναμε για όσους επιθυμούσαν ειδωλολατρικές εορτές, θέατρα, πανηγύρια, συμπόσια. Γιατί δε θεωρούσαμε αξιόλογο ό,τι δε φέρνει την αρετή, ούτε κάνει καλύτερους εκείνους που μ’ αυτό ασχολούνται». Κι αν άλλοι ήταν περήφανοι για κάποιους άλλους τίτλους, εμέις ένα τίτλο θεωρούσαμε μεγάλο: να είμαστε στην πράξη και στο όνομα Χριστιανοί».
«Και δεν ζημιωθήκαμε πνευματικά από όσα γύρω μας συνέβαιναν, γιατί ήμαστε περιφραγμένοι με την πίστη. Και βλέποντας το απατηλό και το κίβδηλο γύρω μας συνέβη με μας τούτο το παράδοξο: (στερεωθήκαμε στην Πίστη). Γιατί αυτό ήταν παράδειγμα προς αποφυγήν».
Έτσι προόδευαν στη σπουδή και στην αρετή. Καθηγητές και φοιτητές τους θεωρούσαν επίσημα πρόσωπα.
Όταν αποπεράτωσαν τις σπουδές τους, ο Βασίλειος έφυγε από την Αθήνα. Ο Γρηγόριος έμεινε ακόμη ένα χρόνο ως καθηγητής, ύστερα από τις πολλές πιέσεις φοιτητών και καθηγητών…
Η ηθική ακτινοβολία τους και οι θαυμαστές επιδόσεις τους στην επιστήμη προσέλκυσαν κοντά τους καλοπροαίρετους νέους σπουδαστές (πάντα υπάρχει η αγαθή ζύμη) και σχηματίσθηκε γύρω τους ένας όμιλος, ο πρώτος χριστιανικός φοιτητικός Σύλλογος, με αρχηγό και δάσκαλο το Βασίλειο και με τους ίδιους μ’ αυτούς πνευματικούς στόχους.
Αυτά γράφει ο Γρηγόριος για τη φιλία του με το Βασίλειο στον Επιτάφιό του.
Η φιλία αυτή και μέσα σε κατοπινές δυσκολίες συνεχίστηκε αδιάσπαστη εφ’ όρου ζωής και ισχυρότερη κι αθάνατη στην αιωνιότητα!…
Οι καιροί παράλληλοι. Οι αληθινές φιλίες σπάνιες. Αλλ’ όπως τότε, έτσι και τώρα, νέοι άνθρωποι, ποτισμένοι με της άγιας Πίστης μας τα νάματα και με θέληση ισχυρή, μπορούν να δημιουργήσουν τέτοιες ιερές κι αθάνατες φιλίες και ταυτόχρονα να βοηθήσουν κι άλλους καλοπροαίρετους συναδέλφους τους να στοχεύουν κι εκείνοι ψηλά και με τη ζωή και τα έργα τους να συντελούν στην αναμόρφωση της κοινωνίας μας.