Στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στην Πολυκλινική, ερχόντουσαν πολλοί προσκυνητές ν’ ανάψουν το κεράκι τους. Μερικοί έμεναν για εξομολόγηση, άλλοι έπαιρναν απλώς ευχή, ενώ άλλοι άναβαν το κερί τους, έκαναν το σταυρό τους κι έφευγαν. Ερχόντουσαν κάθε λογής άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι, μορφωμένοι, απλοϊκοί κ.λπ. Στην περιοχή της Ομόνοιας έμεναν άνθρωποι κάθε κατηγορίας.
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν’ αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…”. Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…”. Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ’ τα δωμάτια. “Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής”, είπα μέσα μου. Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ’ εμποδίσει.
— Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ.
Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω:
— Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν’ αγιάσω.
— Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές.
— Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: “Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου”.
Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν:
— Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό.
Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλα το “Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…”, διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ’ αυτές τις ψυχές.
Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα:
— Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και “βρέχει επί δικαίους και αδίκους”. Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσομε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε.
Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη.
— Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ’ αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά!
— Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα.
“Αμήν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού”.
Εμείς; Κάνει να φιλήσουμε το Σταυρό;