Άρθρο 8ο. «Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν».
Το όγδοο άρθρο του Συμβόλου της αγίας μας Πίστης αναφέρεται στο τρίτο πρόσωπο της Θεότητας, για να συμπληρωθεί η αλήθεια γύρω από την Αγία Τριάδα. Το τρίτο, λοιπόν, πρόσωπο της Θεότητας είναι το Πνεύμα το Άγιο.
Από τα χαρακτηριστικά «Άγιον, Κύριον, Ζωοποιόν», με τα οποία μας παρουσιάζει το Πνεύμα το Σύμβολο, φαίνεται καθαρά πως η πίστη μας στο Άγιο Πνεύμα είναι πίστη σε Θεό. Όπως δηλαδή πιστεύουμε, ότι ο Πατήρ είναι Θεός, όπως πιστεύουμε, ότι ο Υιός είναι Θεός, ομοίως πιστεύουμε και ομολογούμε, ότι και το Πνεύμα είναι Θεός. Άγιο λέμε τον Πατέρα, Άγιο και τον Υιό, Άγιο και το Πνεύμα. Κύριο αναγνωρίζουμε τον Πατέρα, Κύριο και τον Υιό, Κύριο και το Πνεύμα. Πηγή ζωής δεχόμαστε τον Πατέρα, Ζωοδότη τον Υιό, Ζωοποιό και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, όπως είναι Θεός ο Πατήρ, Θεός και ο Υιός, έτσι Θεός είναι και το Άγιο Πνεύμα. Λέμε και στην Εκκλησία μας· «Άγιος ο Θεός, ο άναρχος, Άγιος Ισχυρός ο Υιός ο συνάναρχος, Άγιος Αθάνατος το Πνεύμα το Άγιον». Την ίδια επομένως θέση έχει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, την ίδια ουσία, την ίδια εξουσία, την ίδια δόξα. Και εκ μέρους μας την ίδια προσκύνηση και λατρεία. Και το διακηρύττουμε κατά τη θεία Λειτουργία: «Προσκυνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα· Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Την τρίτη θέση στη Θεότητα κατέχει το Πνεύμα το Άγιο, αλλά στην ίδια γραμμή με τα άλλα θεία πρόσωπα. Πρώτος ο Πατήρ ως αρχή της θεότητας και αρχή πάντων των δημιουργημάτων. Δεύτερος ο Υιός, διότι εκείνος είναι «η δημιουργική και συνεκτική των απάντων Θεού σοφία και δύναμις». Τρίτο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο τελειοί, δηλαδή τελειοποιεί και αγιάζει τα πάντα. Και όπως το λέει ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο άγιος Βασίλειος· «Αρχή γαρ των όντων μία, δι’ Υιού δημιουργούσα και τελειούσα εν Πνεύματι».
Ρητώς και σαφώς ονομάζεται Θεός το Πνεύμα το Άγιο στην Αγία Γραφή μία φορά, στην περίπτωση που ψεύσθηκε στον Πέτρο ο Ανανίας ως προς την τιμή στην οποία πούλησε με τη σύζυγό του το κτήμα τους. Τότε ελέγχοντας το εκούσιο αμάρτημα του Ανανία ο Απόστολος του είπε· «Ανανία, διατί επλήρωσεν ο σατανάς την καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε το Πνεύμα το Άγιον… ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ» (Πραξ. ε’ 3,4). Αλλά και από όσα λέγονται ως προς τις ιδιότητες και ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, σαφώς διαφαίνεται ότι η θεία Γραφή διδάσκει, ότι το Πνεύμα είναι Θεός. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται, ότι κατά τη δημιουργία και πριν αρχίσει η διαμόρφωση του κόσμου «Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος», για να μορφοποιήσει και τελειοποιήσει την δημιουργία. Δηλαδή αποδίδει θεία ιδιότητα και εξουσία στο Πνεύμα. Στην Καινή Διαθήκη ο απόστολος Παύλος λέει, ότι «το Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού». Άρα Θεός πρέπει να είναι για να ερευνά τα βάθη του Θεού, τα οποία κανένα κτίσμα, καμία ύπαρξη εκτός της Θεότητας, ούτε Άγγελος ούτε άνθρωπος μπορεί να ερευνήσει. Για να λέει ότι «ερευνά τα βάθη του Θεού», υπονοεί ότι αυτό, το Πνεύμα δηλαδή, είναι «ομοούσιον και ίσον τω Θεώ και Πατρί και ακριβώς οίδε (γνωρίζει) τα τε άλλα πάντα και αυτά τα κρύφια του Θεού», όπως λένε οι θεοφόροι Πατέρες. Διότι «μόνοι (ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα) των πάντων ίσην έχουσι την περί αλλήλων γνώσιν» και επομένως «ίσοι εισίν». Ίσος ο Υιός προς τον Πατέρα. Ίσο και το Άγιο Πνεύμα προς τον Υιό και τον Πατέρα. Έπειτα ο ίδιος Απόστολος ονομάζει Κύριο το Πνεύμα· «ο δε Κύριος το Πνεύμα εστιν· ού δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β’ Κορινθ. γ’ 17). Το Πνεύμα ονομάζεται «Πνεύμα Σοφίας», «Πνεύμα συνέσεως», «Πνεύμα αγιασμού», Πνεύμα που έχει «χαρίσματα» και τα διανέμει κατά βούληση. Πνεύμα που λαλεί διά των προφητών, «το λαλήσαν διά των προφητών», όπως λέμε στο Σύμβολο και όπως και ο απόστολος Πέτρος λέει, ότι «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι». Και για να μη μακρύνουμε, αναφέρουμε τελευταία την ευλογία που δίνει ο θείος Παύλος στους Κορινθίους και θέτει το Πνεύμα στην ίδια σειρά με τον Πατέρα και τον Υιό ως πρόσωπο της Θεότητας. «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού, λέει, και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών» (Β’ Κορινθ. ιγ’ 13).
Το Πνεύμα είναι ο Παράκλητος, τον οποίο υποσχέθηκε ο Κύριος να αποστείλει στους Μαθητές του μετά την ανάληψή του, για να μη αφήσει αυτούς ορφανούς· «εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας» (Ιωάν. ιδ’ 16). Και πάλι· «όταν έλθη ο παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας… οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» (ιωάν. ιε’ 26, ιστ’ 13). Και τους οδήγησε σε όλη την αλήθεια, όταν την ημέρα της Πεντηκοστής κατήλθε στους αγίους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου με μορφή πύρινων γλωσσών και τους ανέδειξε πάνσοφους διδασκάλους της οικουμένης. Αυτό το Πνεύμα οδηγεί και εμάς στην αλήθεια, μας παρηγορεί, μας ειρηνεύει, μας οδηγεί στην προσευχή· «το γαρ τι προσευξόμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, αλλ’ αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις», και «αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. η’ 16, 26).
Το Πνεύμα το Άγιο συγκρότησε την Εκκλησία του Χριστού. Διότι ναι μεν την Εκκλησία την ίδρυσε ο Κύριος, όταν εξέλεξε του ς δώδεκα πρώτους μαθητές του. Αλλ’ αυτό ήταν ο πυρήνας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ως θείο καθίδρυμα σωτηρίας συνεστήθη υπό του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, διότι «πάντα συνεργεί το Πνεύμα το Άγιον, βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Και μένει στην Εκκλησία και την καθοδηγεί σε όλη την αλήθεια, τελεσιουργεί και αγιάζει τα θεία μυστήρια και μέσω αυτών αγιάζει τους πιστούς, καθοδηγεί στην ορθή πίστη για των αγίων Οικουμενικών Συνόδων, κατευθύνει τον κάθε ένα από εμάς στην οδό της σωτηρίας.
Το Πνεύμα το Άγιο δεν γεννάται από τον Πατέρα, όπως ο Υιός, αλλ’ εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται διά του Υιού. Ο ίδιος ο Κύριος το είπε· «Όταν έλθη ο Παράκλητος όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. ιε’ 26). Παρά του Πατρός, λοιπόν, εκπορεύεται το Πνεύμα και όχι «και εκ του Υιού», όπως αιρετικά και πλανημένα δογμάτισαν οι κακόδοξοι Παπικοί και νόθευσαν και την ορθή διδασκαλία της αγίας Εκκλησίας περί Αγίου Πνεύματος (1). Μη θεωρούμε μικρή και ασήμαντη την αίρεση αυτή των Παπικών. Είναι μεγάλη και φοβερή, αφού αντίκειται σαφώς προς αυτόν το λόγο του Κυρίου.
Υποσημειώσεις
(1) Διότι, όπως είπαμε και στο κεφάλαιο περί Αγίας Τριάδας, «ο μεν γαρ Πατήρ (λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός) αναίτιος και αγέννητος· ου γαρ έκ τινος, εξ εαυτού γαρ το είναι έχει. Ο δε Υιός εκ του Πατρός γεννητώς. Το δε Πνεύμα το Άγιον και αυτό μεν εκ του Πατρός, αλλ’ ου γεννητώς, αλλ’ εκπορευτώς». Βεβαίως δεν μπορούμε να πούμε, ούτε καν να εννοήσουμε, τι σημαίνει το γεννητώς και το εκπορευτώς. Δεν τα χωρά ο νους μας, διότι είναι ιδιώματα της θείας φύσης και ουσίας. Και αφού το θείο είναι άπειρο, είναι αδύνατο να χωρέσει στον πεπερασμένο δικό μας νου. Τις θείες αλήθειες μόνο τις πιστεύουμε και με πίστη τις αποδεχόμαστε και τις προσκυνούμε.
Αυτό, τέλος, να προσθέσουμε. Είναι μέγιστη ανάγκη για μας να μένουμε πιστοί και αφοσιωμένοι, εδραίοι και αμετακίνητοι στην Αγία Ορθόδοξη Πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Τότε και μόνο θα είμαστε ασφαλείς από αιρέσεις και πλάνες και κακοδοξίες, όπως αυτή περί του ότι το Πνεύμα το Άγιο εκπορεύεται και εκ του Υιού, που είναι κακόδοξο εφεύρημα των αιρετικών της Δύσης. Ακόμη και πολύ περισσότερο πρέπει να φεύγουμε μακριά από τους δυσσεβείς Χιλιαστές, οι οποίοι σαν τους Πνευματομάχους της παλιάς εποχής αρνούνται το Άγιο Πνεύμα και βλασφημούν κατά της θεότητάς του. Και φυσικά αιρετικοί που αρνούνται την Αγία Τριάδα, θα αρνηθούν και το τρίτο πρόσωπο της θεότητας, το Πανάγιο Πνεύμα. Μακριά, λοιπόν, από όλους αυτούς τους πλάνους και αιρετικούς. Τότε θα έχουμε και ασφαλή σωτηρία. Αυτό μας συνιστά και ο απόστολος Ιούδας· «Υμείς δε, αγαπητοί, μας λέει, τη αγιωτάτη ημών πίστει εποικοδομούντες εαυτούς, εν Πνεύματι Αγίω προσευχόμενοι, εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε, προσδεχόμενοι το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις ζωήν αιώνιον» (Ιούδα 20, 21).