- Χριστιανική Φοιτητική Δράση - https://xfd.gr -

Χριστιανός και πολιτική – Ανταπόκριση από την ομιλία

[1]
«ΤΟ ΔΗΝΑΡΙΟΝ», Τιτσιάνο (Τισιανός) Βετσέλλιο (1488-1576), Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Σπουδαίος εκπρόσωπος της Σχολή της Βενετίας.

«ΤΟΥ ΘΕΟΥ ἤ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΟΣ»

” ῎Εξεστιν  ἡμῖν  Καίσαρι φόρον δοῦναι  ἤ οὔ;” (Λουκ. κ´ 22)
Ἐπιτρέπεται νά δίνουμε φόρο στόν Καίσαρα, ναί ἤ ὄχι;

῾Η ἐρώτηση ὑποβάλλεται στόν Χριστό, μονοδιάστατη καί διπλά ἀδιέ­ξοδη, δαιμονική. Αὐτοί πού ρωτοῦν χωρίζονται σέ δύο παρατάξεις. Κάθε παράταξη τοῦ προσωρινοῦ αὐτοῦ συνα­σπι­σμοῦ Φαρισαίων καί Ἡρωδιανῶν ἐνδιαφέρεται γιά τό ἕνα μόνο σκέλος στό δίλημμα: “δοῦναι  ἤ οὔ” φόρο στόν Καί­σαρα. ῾Η παγίδευση τοῦ Χριστοῦ θεω­ρεῖται δεδομένη, θριαμβική βεβαιότητα. “῎Η θά κατέλυε τά δικαιώματα τῆς ᾿Ιου­δαϊκῆς θεοκρατίας (Φαρισαῖοι) ἤ θά ἔδιδε τό σύνθημα τῆς ἐπαναστάσεως κατά τοῦ αὐτοκράτορος (Ἡρωδιανοί). ῾Η καταδίκη Του ἀναπό­φευκτη.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀπ’ ὅλους, διαχρονικά ὡς θαυ­μαστή.

“Ἀπόδοτε τοίνυν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ “.

῾Η ἐρώτηση πού Τοῦ θέτουν ἀμφίπλευρα, εἶναι καθαρά ἐνδοκοσμική. ῾Η ἀπάντηση Του δίκαιη, ἠθική, πνευματική, βαραίνει στό δεύτερο μέρος, πού δέν ρωτοῦν.

Στόν Καίσαρα αὐτῆς τῆς γῆς χρωστοῦμε τήν ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς του στήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς μας καί μέρος τῶν βαλαντίων μας. Στόν Θεό ὀφείλουμε τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί ὁλόκληρη τήν ψυχή μας. Τήν ἐρώτηση συνοδεύει ἡ ὑποκρισία τῆς κολακείας. Στήν ἀπάντηση προεδρεύει ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας.

Τό πρῶτο μέρος τῆς ἀπαντήσεως ἀφορᾶ τούς Φαρισαίους, πού δέν ἀναγνωρίζουν τόν Καίσαρα. Τό δεύτερο τούς Ἡρωδιανούς, πού δέν ἀναγνω­ρί­ζουν τόν Θεό Μεσσία.

Ἡ Ἀρχαία Ἐκκλησία θεωρώντας ὡς θεμελιώδη ἀρχή αὐτούς τούς λόγους τοῦ Κυρίου ρύθμιζε ἀνέκαθεν μέ αὐτούς τίς σχέσεις της μέ τήν Πολιτεία (Καθηγητής Μουρατίδης). Ἡ ὅποια ἐξουσία ὅμως ἀνήκει στήν ἐπίγεια ἀμεσότητα ἐνῶ ἡ οὐσία τῆς ὑπάρξεώς μας ἀνήκει στή θεία αἰωνιότητα (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).

Ι  Ο ΠΙΣΤΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ & ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ    
Γιά τόν πιστό ἄνθρωπο ὁ φορέας τῆς κρατικῆς ἐξουσίας εἶναι διαχειριστής τῆς ἐξουσίας πού τοῦ παραχωρεῖ ὁ Θεός.

«Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν» (Ρωμ. ιγ΄, 1).

Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι οἱ ἐπιμέρους ἄρχοντες εἶναι ὄργανα τοῦ θελή­ματος τοῦ Θεοῦ ἤ διάκονοι τοῦ ἔργου Του. Ὁ Χριστιανός ὑποτάσσεται στόν κοσμικό ἄρχοντα ἀλλά ἀποδίδει τόν ἑαυτό του στό Θεό, ἔτσι ἐλευθερώνεται ἀπό κάθε συμβατική ἐξουσία. Ἡ νομιμότητα ἀπέναντι στήν κρατική ἐξουσία δέν δικαιολογεῖ γιά τόν πιστό τήν  καταστρατήγηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἰσχύει πάντα ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Πέτρου: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις». Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄλλη λογική καί ἐλευθερία τοῦ ἀληθινοῦ πιστοῦ, πού ἐπιλέγει τήν ὑπέρβαση τῶν νόμων μέ τήν αὐταπάρνηση καί τή θυσία του, πού δέν προβλέπει κανένας νόμος. «Πείθεται τοῖς νόμοις καί τῶ ἰδίῳ βίῳ νικᾶ τούς νόμους» (Ἐπιστολή πρός Διόγνητον).

ΙΙ  Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ
Ἄρνηση κάθε ἐξουσίας ἀλλά καί κοινωνικῆς πειθαρχίας. Κύριο δόγμα ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου. 1ο ρεῦμα τό ἀτομιστικό, καμία πραγματικότητα ἐκτός τοῦ ΕΓΩ καί 2ο τό κοινωνιστικό, μιά ἐλεύθερη ὁμοσπονδία ἀπό μικρές αὐτόνομες κοινότητες (1840 μ.Χ.)

Ἀπόηχο ἀναρχισμοῦ ἔχουμε ἀπό κυνικούς καί στωϊκούς φιλοσόφους. Ἐκμηδενίζεται πρίν ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καί ξαναφουντώνει ἀπό τίς τελευταῖες δεκαετίες του 20οῦ αἰώνα. Στόχος τοῦ ἀναρχικοῦ ἡ «αὐτονομία», πού ἀποτελεῖ καί τό σημεῖο ἐξόρμησής του. Γι’ αὐτό δέν φτάνει πουθενά, κυνηγάει τόν ἑαυτό του. Ὁ πιστός δέν θέτει την καταξίωση τῆς ὑπάρξεώς του στήν κρατική ἐξουσία. Ἡ μεγαλειώδης ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στόν Πιλάτο: «οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μή ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν» φανερώνει τό ἀπό ποῦ ἐξαρτᾶται ὁ πιστός, ἐλεύθερος καί ἀπό τήν πιό ἀπάνθρωπη ἐξουσία.

ΙΙΙ  ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Γενικά οἱ πιστοί εἶναι φυσικό νά ἐνδιαφέρονται γιά τήν πολιτική ζωή. Ἀδιαφορία γιά τήν πολιτική εἶναι μιά μορφή πολιτικῆς τοποθέτησης. Ἡ ἀνάμιξη τῶν πιστῶν στήν πολιτική δέν δικαιολογεῖ καί τήν ἀνάμιξη τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα τή σύσταση χριστιανικῶν κομμάτων. Σκοπός τῆς πολιτικῆς εἶναι νά ρυθμίζει τήν παροῦσα ζωή καί ὄχι τήν μέλλουσα. Ἡ Ἐκκλησία δέν περιφρονεῖ τήν πολιτική ἤ τά πολιτικά κόμματα, ἀλλά ὁ στόχος της βρίσκεται πέρα ἀπό αὐτά. Τό κόμμα προϋποθέτει τή διαίρεση. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι «ἑνώσεως καί συμφωνίας ὄνομα» καί ἀκόμη «ἡ Ἐκκλησία θεόθεν δέν ἐτάχθη νά κυβερνήσει τόν κόσμον ἀλλά νά διαπλάσει τόν κόσμον» ( Καθηγητής Μαντζουνέας).

Ἐλεύθερη ἡ Ἐκκλησία ἀπό κοσμικές δεσμεύσεις, μπορεῖ νά δρᾶ καί νά κινεῖται ὡς ἑνοποιός ἀρχή πάνω ἀπό τίς διάφορες διαιρέσεις καί διακρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἐκεῖνο πού κάνει τήν κοινωνική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας μοναδική καί ἀναντικατάστατη εἶναι ἡ ἐσχατολογική της προοπτική. Μόνο ὅταν διατη­ρεῖται ζωντανή αὐτή ἡ προοπτική μένει ἐλεύθερη  καί προσφέρεται ἡ ζωογόνος δύναμή της στόν κόσμο (ΚαθηγητήςΜαντζαρίδης).

ΙV ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Ἡ στάση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπέναντι στά κοινωνικά προβλήματα εἶναι καταφατική, γιατί προσεγγίζει ὅλα τά πράγματα μέσα στά πλαίσια τῆς διακονίας τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ὅμως καί ἀποφατική, γιατί δέν παύει νά πιστεύει ὅτι «ἑνός ἐστι χρεία».

Ὁ Χριστός δέν ἔφερε στόν κόσμο νέους τρόπους ὀργανώσεως τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἀλλά τήν ἀνακαινιστική χάρη Του. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι:

α) ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τοῦ παραδείσου μέσα στόν κόσμο. β) Τό περισσότερο κακό πού προκαλεῖ τά κοινωνικά προβλήματα δέν δημιουργεῖται ἀπό τά πράγματα, ἀλλ’ ἀπό τά πρόσωπα.

Διαχρονική ἀλήθεια ἀποτελεῖ ὅτι τό κακό μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ καί μέσα στίς δικαιότερες δομές, ὅπως καί τό καλό νά πραγματοποιηθεῖ καί μέσα στίς πιό ἄδικες δομές. Ἡ φροντίδα γιά τήν ἀλλαγή τῶν ἄδικων δομῶν δέν ἀφήνει ἀδιάφορο τόν πιστό, εἶναι ὁ ἀγώνας «πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας…τοῦ αἰῶνος τούτου», ἐνῶ βαθύτερος στόχος του παραμένει τό «ἵνα Χριστόν κερδήσω», τό 2ο μέρος τῆς ἀπάντησης τοῦ Κυρίου.

V  «ΧΩΡΙΣΜΟΣ» ΚΡΑΤΟΥΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Κατά τό ἰσχῦον Σύνταγμα ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία εἶναι αὐτοτελής καί αὐτοδιοικούμενος ὀργανισμός, ἀποτελεῖ δέ Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, ὡς ἀσκοῦσα Δημόσια Λειτουργία. Μέ αὐτή τήν ἰδιότητα ὑπάγεται στήν κρατική ἐποπτεία.

Τό σύνθημα τοῦ χωρισμοῦ Κράτους -Ἐκκλησίας δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση ὅτι στή χώρα μας οἱ δύο αὐτοί θεσμοί εἶναι ἑνωμένοι καί δέν εἶναι διακριτοί οἱ ρόλοι τους καί οἱ ἁρμοδιότητές τους. Πρόκειται γιά ἐσκεμμένη διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας μέ στόχο τήν περιθωριοποίηση ὄχι μόνο τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί τῆς Θρησκείας. Ὅπως ἀπροκάλυπτα κατέθεσαν (2005) οἱ λεγόμενοι ἐκσυγχρονιστές τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας μέ κύριο στόχο τή μετατροπή τῆς Ἑλλάδας σέ ἄθρησκη, ἄθεη πολιτεία ἀπαιτοῦν:

Α) Τήν νομοθετική ἐπιβολή τοῦ πολιτικοῦ γάμου γιά ὅλους τούς Ἕλληνες. Β) Τήν καθαίρεση ὅλων τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων καί τῶν εἰκόνων ἀπό ὅλους τούς δημόσιους χώρους καί τήν κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ ὅρκου. Γ) Τήν κατάργηση μέ νόμο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Δ) Τήν ἀφαίρεση μέ νόμο κάθε θρησκευτικότητας στίς ἐθνικές μας ἑορτές.  Ε) Τήν ἐκδίωξη μέ νόμο τῶν Ἱερέων ἀπό τά Νοσοκομεῖα, τίς Φυλακές, τό Στρατό. ΣΤ)  Τή διακοπή μισθοδοσίας ἀπό τό κράτος ὅλου τοῦ Κλήρου. Ζ) Τήν ὑπονόμευση τῆς βάπτισης τῶν παδιῶν καί τήν προπαγάνδιση τῆς πολιτικῆς κηδείας.

Αὐτά τά  ἀπαιτεῖ ἡ Ε.Ε.; Ὄχι, ἀντίθετα στήν συνθήκη τῆς Λισαβόνας (13.12.2007) θεσμοθετεῖται διάλογος μεταξύ τῆς Ε.Ε. καί τῶν θρησκευτικῶν πρωταγωνιστῶν.

Ἡ  εἰσαγωγή  τῆς ρήτρας περί θρησκευτικά οὐδέτερου κράτους στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, πού ρυθμίζει εἰδικά τίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς πολιτείας μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ὄχι στό ἄρθρο 13, πού ρυθμίζει θέματα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἐπιδιώκεται νά παύσει ἡ ἀνάμιξη τοῦ Κράτους μέ τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐθιμοτυπία. Ἀλλά τά ἔθιμα δέν καθορίστηκαν μέ νόμους, οὔτε νόμοι ἐπιβάλλουν τόν χωρισμό κοινωνίας καί Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἡ μισθοδοσία τοῦ Κλήρου καί ἡ ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἀποζημίωσης πρός τήν Ἐκκλησία γιά τήν περιουσία, ἰδίως Μοναστηριακή, πού περιῆλθε στό Κράτος, χωρίς καμμία ἀποζημίωση. Οἱ κληρικοί δέν εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, εἶναι θρησκευτικοί λειτουργοί, ὅπως λειτουργοί εἶναι οἱ δικαστές, οἱ καθηγητές Πανεπιστημίου.

Ἡ Ἐκκλησία δέν γνωρίζει τή λέξη «χωρισμός» στήν πνευματική της ἀποστολή, οὔτε μπορεῖ νά τόν ἐφαρμόσει στήν Κοινωνία, δέν χωρίζεται ἀπό τό λαό της. Ἡ Ἐκκλησία, συνεχίζει μέσα στούς αἰῶνες, παρά τήν πολεμική, τά ἐμπόδια καί τόν κατατρεγμό, τό δρόμο της, μέ σεβασμό στό χρέος της πρός τόν Ὕψιστο, στήν ἱστορία καί τήν παράδοσή της … εἶναι αὐτή πού χαρίζει ἕνα νέο τρόπο ζωῆς καί ἐπαφίεται στήν πολιτεία νά ἐμπνευσθεῖ ἀπό αὐτό γιά νά μπορεῖ νά ἔχει ἐλπίδα ὁ κόσμος.

Τό θέμα μας διατυπώθηκε μέ διαζευκτικό καί ἐρωτηματικό:

«Τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ Καίσαρος;!».

 Ἡ ἀπάντηση παραμένει πάντα αὐτή πού ἔδωσε ὁ Κύριος. Αὐτή εὐχόμαστε νά γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά ὅλων μας στή σημερινή καθημερινή ζωή μας καί γιά ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μας: “ΑΠΟΔΟΤΕ  ΤΟΙΝΥΝ ΤΑ  ΚΑΙΣΑΡΟΣ  ΚΑΙΣΑΡΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΩ ΘΕΩ “ (Λουκ. κ´ 25).

 

Περίληψη ὁμιλίας κας Αἰκ. Γούναρη/Χ.Φ.Δ. ΑΘΗΝΩΝ/29.11.2018