Σεβαστοί πατέρες, αξιότιμοι κύριοι καθηγητές, συμφοιτητές και συμφοιτήτριες.
Απόψε, δεν πρόκειται να μιλήσω ως αποχαιρετών τη Χριστιανική Φοιτητική Δράση, αλλά απλώς θα κάνω μια σύντομη αναδρομή σε όσα χάραξαν τη φοιτητική μου ζωή, σε όσα απετέλεσαν πυξίδες προς το κενό μνημείο της Αναστάσεως.
Ασφαλώς και δεν αποχαιρετούμε τη Χριστιανική Φοιτητική Δράση, αφού πάντοτε ο νους και η καρδιά θα περιφέρονται σ’ αυτήν (όχι τόσο ως τόπο, όσο ως τρόπο). Πάντοτε θα ενδυναμωνόμαστε, θα εμπνεόμαστε από αυτήν.
Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά, αφού η Δράση δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ζωντανό, υγιές κύτταρο του μυστικού σώματος του Χριστού. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά αφού εδώ ειρήνευσε – αναπαύθηκε η ψυχή μας. Εδώ γνωρίσαμε ουσιαστικά και αγαπήσαμε τον Χριστό και για κάθε άνθρωπο (που παίρνει τη θέση της Σαμαρείτιδος) το προσωπικό φρέαρ του Ιακώβ γίνεται το κέντρο της ζωής του.
Επειδή αντιλαμβάνομαι ότι τα λόγια μου είναι πολύ φτωχά, ώστε να μπορούν να εκφράσουν βιώματα βαθιά, που σμιλεύουν τη ζωή μας, θα καταφύγω σε μια εικόνα. Θα ανέβω επί της μνήμης για να ταξιδέψω σε μια πλαγιά που οι πολλοί την λένε Καλάνδρα, όμως εγώ τη λέω Γεννησαρέτ και Τιβεριάδα. Θα σταθούμε με δέος μπροστά στο γεμάτο φεγγάρι που ήλθε και σταμάτησε πάνω απ’ τον κόλπο. Και το φως του, ανακλώμενο στα γαληνεμένα νερά, σχηματίζει στην επιφάνεια της θαλάσσης ένα δρόμο φωτεινό, ένα δρόμο που γίνεται κάλεσμα. Κλήση να υπερβούμε τη στείρα λογική και διά της πίστεως να πάρουμε τη θέση του Σίμωνα Πέτρου. Αυτό είναι η Δράση για μένα· το βάδισμα του υδάτινου τούτου δρόμου, του χαραγμένου απ’ το Φως το ανέσπερο.
Και είναι η εικόνα αυτή καμωμένη από ψηφίδες αναρίθμητες· τόσες, όσες οι στιγμές των φοιτητικών μου χρόνων. Η κάθε δραστηριότητα της Δράσης γίνεται ψηφίδα που συμβάλλει στο να ‘ρθουμε πιο κοντά στον προορισμό μας· την αδιάλειπτη κοινωνία μετά του Χριστού.
Τι να πρωτοξεχωρίσουμε;
Ψηφίδες πολύτιμες οι κοινές λατρευτικές ευκαιρίες στους ναούς και τα παρεκκλήσια της βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Από τον Άγιο Νέστορα να συμψάλλει μαζί μας το «Ελέησόν με ο Θεός, ελέησόν με», μέχρι την Παναγία τη Δεξιά να δέχεται τα «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», από χείλη νεανικά, γεμίζοντας την καρδιά ελπίδα για το αύριο και δοξολογία για το τώρα. Από την λιθοκέντητη Θεοσκέπαστη να μας δίδει στις κυριακάτικες Θείες Λειτουργίες την «χάρη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την αγάπη του Θεού και Πατρός και την Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» μέχρι τις αγρυπνίες στο οικοτροφείο μέσα σε «φως ιλαρόν Αγίας δόξης». Απ’ τις λειτουργίες στο ναό της Καλάνδρας που χωράει μέσα τη δοξολογητική παρουσία της φύσης ολόκληρης μέχρι τ’ Αη-Δημήτρη τα πανηγύρια. Τ’ Αη-Δημήτρη, που τον βλέπαμε τα βράδια να περιδιαβαίνει την πόλη μας, έχοντας για άλογο το μαρτύριό του και να φυλάει τον καθένα μας με το πυρφόρο δόρυ της δεήσεώς του.
Ψηφίδες και οι Κυριακάτικοι κύκλοι, οι εβδομαδιαίες ομιλίες, οι εκδηλώσεις στο Εντευκτήριο και το Πανεπιστήμιο. Όλα αυτά που μας ενδυναμώνουν, μας καθοδηγούν, ποτίζουν την άνυδρη σκέψη μας, δροσίζουν τον άπνοο βίο μας, δίνουν φωνή γνησιότητας στο πολύφωνα άφωνο σήμερα. Όλα αυτά που ωθούν τη ψυχή στον της Πίστεως αγώνα και στην παράδοση «εαυτού και αλλήλων και πάσας της ζωής ημών Χριστώ τω Θεώ». Όλα αυτά που έγιναν όχημα για να ταξιδέψουμε στις απειράριθμες διαστάσεις της Ορθοδοξίας. Απ’ την Κανάγκα μέχρι την Κούβα, απ’ την Γκάνα μέχρι τα βάθη της ψυχής μας, απ’ τις δογματικές μας αλήθειες και τα μονοπάτια των αρετών, μέχρι τις διαστάσεις του πνευματικού μας αγώνα και την ανόρθωση αυθεντικών προτύπων ζωής.
Ψηφίδες λουσμένες στο φως της Διακαινησίμου και οι εκδρομές μας· απ’ την Κέρκυρα μέχρι τη Λέσβο και απ’ την Κρήτη μέχρι τη Σκιάθο και τις Πρέσπες.
Είναι και άλλες ψηφίδες που έρχονται να δικαιολογήσουν απόλυτα τον προσδιορισμό «Δράση». Που έρχονται να συνταιριάξουν τον φοιτητικό ενθουσιασμό και τον παλμό των νέων με τον πόθο κάθε Χριστιανού για μεταλαμπάδευση του Αναστάσιμου φωτός. Είναι εκείνες οι ψηφίδες που μας μετέτρεπαν σε Φίλιππους για να πούμε στον Ναθαναήλ το «έρχου και ίδε». Και όσο ακούγαμε το Ναθαναήλ να τραγουδάει ότι «δεν υπάρχει αύριο» και όσο τον βλέπαμε να γράφει με κάθε χρώμα σπρέι στους τοίχους ότι «φθάσαμε εδώ με είκοσι φθινόπωρα στην πλάτη και άνοιξη καμία», τόσο εμείς ποθούσαμε να μας δώσει φωνή ο Κύριος να του πούμε, ότι «Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος», ότι το φθινόπωρο είναι προπομπός της άνοιξης και ότι η άνοιξη μυρίζει Ανάσταση. Ότι τα μνημεία τώρα που είναι χώρος μόνο για σουδάρια και οθόνια. Ότι απ’ τη μέρα εκείνη που ο λίθος αποκεκύλισται απ’ τις ψυχές μας «άγκυραν ελπίδος κατέχοντες αγαλλόμεθα».
Είναι τούτη η πρόγευση της Αναστάσιμης χαράς, που ξεχυνόταν σαν λάβα και γέμιζε το Πανεπιστήμιο με τη μόνη αλήθεια· ότι «Χριστός Ανέστη».
Ψηφίδες λοιπόν και οι εξορμήσεις στο Πανεπιστήμιο. Και η κάθε αφίσα, το κάθε φυλλάδιο, το κάθε πανό, το κάθε περιοδικό (τα υλικά και πρόσκαιρα αυτά μέσα) γινόταν σήμαντρο που σήμαινε Ανάσταση, γίνεται κάλεσμα για πορεία κατακόρυφη επί της κυματικής φύσης των κτύπων του.
Πώς να ξεχάσουμε το κάλεσμα της Εκκλησίας για τις λαοσυνάξεις, που πήρε στα μάτια μας τη μορφή πανηγυριού. Και όπως κάθε πανηγύρι, ήθελε μπροστάρηδες τους νέους.
Πώς να ξεχάσουμε τις βραδιές που γέμισε η Θεσσαλονίκη φως απ’ το ποτάμι των πυρσών, που ξεχύθηκε στους δρόμους για χάρη της Κύπρου μας.
Πώς να ξεχάσουμε την περίοδο εκείνη, που ενώ οι εφήμερα ισχυροί κτυπούσαν τα κύμβαλα του πολέμου στο Ιράκ και ο πλανήτης γέμισε με φωνές που ήθελαν «να αλλάξουν τη ζωή τους αλλάζοντας τον κόσμο», εμείς ωσάν μωροί ελπιδοφόροι φωνάζαμε (για να τ’ ακούσουμε πρώτα οι ίδιοι), ότι «την Ειρήνη ο Χριστός τη δίνει» και ότι θα αλλάξουμε τον κόσμο αλλάζοντας τη ζωή μας.
Πώς να ξεχάσουμε τις κατασκηνώσεις που έγιναν αναπόσπαστο συστατικό της ζωής μας. Απ’ τις αναβάσεις στις απότομες κορφές των Τζουμερκών, μέχρι τα μπάνια στη θάλασσα της Καλάνδρας (που το βράδυ γινόταν Γεννησαρέτ και Τιβεριάδα).
Καθώς κοιτάω ξανά το ψηφιδωτό αυτό που όλο και επεκτείνεται, βλέπω στις ψηφίδες του ένα μοναδικό δώρο του Θεού στη ζωή μας. Σε κάθε στιγμή είχαμε δίπλα μας δεκάδες άλλους κυματοβάτες. Και η οδοιπορία επί του υδάτινου κάμπου γίνεται πιο εύκολη όταν τον Πέτρο συνοδεύουν και οι άλλοι ένδεκα.
Έχει πράγματι ο καθένας να μας δώσει τόσα πολλά. Γίνεται ο καθένας ζωντανό παράδειγμα στη ζωή μας. Άλλος παράδειγμα πίστεως, άλλος εμπράκτου αγάπης, θάρρους, προσευχής, υπομονής, άλλος παράδειγμα μετάνοιας και όλοι γίνονται στα μάτια μας πρότυπα αγώνα. Εδώ είναι ένας χώρος, όπου η φιλία παίρνει άλλες διαστάσεις.
Και τώρα που η φοιτητική ζωή πλησιάζει στο τέλος της και οι μετρήσεις του κόσμου θα μας θεωρούν χωρισμένους με πολλούς απ’ τους συνοδοιπόρους μας, η υπερτοπικότητα της Πίστεώς μας, θα μας κρατάει πάντοτε συνδεδεμένους εις εν σώμα, εις μία πορεία.
Όπως σε κάθε ναό, ο τρούλος ο οποίος συνδέει τα γήινα με τα ουράνια και επί του οποίου φέρεται ο Ευλογών Παντοκράτωρ οικοδομείται τελευταίος, έτσι κι εγώ άφησα τελευταία την αναφορά μου στους πνευματικούς μας Πατέρες. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι είναι η μεγαλύτερη δωρεά του Θεού στη ζωή μας. Είναι αυτή που μας εμπνέουν , χαράζουν δρόμους στην έρημο, θερμαίνουν την ψύχρα μας, φωτίζουν το σκότος μας. Δέχονται στο πετραχήλι τους τις πτώσεις μας, περιμένουν καρτερικά την ανόρθωσή μας, αναπέμπουν καθημερινά το λιβανωτό της δεήσεως στον Πανάγαθο Θεό για την πρόοδο και τη σωτηρία μας.
Αν άρχιζα απ’ την αρχή τη φοιτητική μου ζωή, ανεπιφύλακτα την ίδια πορεία θα ακολουθούσα. Μόνο ένα θα άλλαζα· θα ζούσα αυτές τις ψηφίδες με μεγαλύτερη ένταση, με πιο προσεκτικό όμμα, με πιο ανοικτά ώτα.
Κλείνοντας, εύχομαι σε όλους, να είναι η ζωή μας, μια ατέρμονη βίωση της Αναστάσεως.
«Τω δε Θεώ και πατρί ημών η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. αμήν”.