Την Τρίτη 5 Νοεμβρίου στις 8 μ.μ. μίλησε στο εντευκτήριό μας ο σεβαστός μας πατέρας και ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης Αρχιμ. Μιχαήλ Σαντοριναίος με θέμα «Γάμος: πολιτικός, θρησκευτικός, πνευματικός». Αρχικά, ανέφερε ότι ο θεσμός του γάμου εισήχθη ήδη στον Παράδεισο συγχρόνως προς την δημιουργία των πρώτων ανθρώπων: καίτοι ο Αδάμ είχε όλα τα αγαθά, «οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ», και γι’ αυτό ο Θεός, αφού του προξένησε βαθύ ύπνο, έλαβε μία από τις πλευρές του και την μετέπλασε σε γυναίκα, ώστε αυτή να αποτελέσει βοηθό του, με την έννοια ότι έχοντες αμφότεροι την ίδια φύση, ενωμένοι και ισότιμα αλληλοσυμπληρούμενοι θα πορεύονται προς το καθ’ ομοίωσιν (Γεν. β΄ 18-25). Η ένωση, βέβαια, αυτή των πρωτοπλάστων συνδέθηκε εξαρχής όχι μόνο με την πνευματική κοινωνία του ζεύγους, αλλά και με τη δυνατότητα εξασφάλισης της συνέχειας της ζωής του ανθρώπινου γένους.
Έτσι, ο γάμος ευλογηθείς μέσα στον παράδεισο κατέστη ένα ιερό μυστήριο, το οποίο όμως βίωναν στη συνέχεια και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Ένα από τα αγιόλεκτα ζευγάρια της προ Χριστού περιόδου ήταν μεταξύ άλλων ο Ισαάκ με την Ρεβέκκα, των οποίων την ιστορία (Γεν. κδ΄ 1-67) μάς υπενθύμισε ο π. Μιχαήλ, τονίζοντας ιδιαίτερα τη σεμνότητα της Ρεβέκκας και την εμπιστοσύνη που έδειξε ο Ισαάκ στον Θεό, προσευχόμενος να του φανερώσει την κατάλληλη για αυτόν σύντροφο, όπερ και εγένετο. Το μυστήριο του γάμου αναφέρεται, επίσης, και στην Καινή Διαθήκη, όταν ο Χριστός πραγματοποίησε το πρώτο θαύμα διά της μεταβολής του ύδατος σε οίνο στον γάμο της Κανά, αποκαλύπτοντας έτσι την δόξα του (Ιωάν, β΄ 11). Τελικά, το μυστήριο του ακατάλυτου δεσμού μεταξύ ανδρός και γυναικός είναι, κατά την παύλεια διδασκαλία, εικόνα της ένωσης Χριστού και Εκκλησίας (Εφεσ. ε΄ 32). Η χριστοκεντρική, λοιπόν, τυπολογία του μυστηρίου του γάμου εξηγεί την ευλογία από τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο με ειδικές ευχές ενταγμένες σε συγκεκριμένη ακολουθία, η οποία μπορεί μεν δομικά να μην ταυτίζεται με τις τελετές που εφαρμόζονταν κατά τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης ή των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, αλλά δεν παύει να αποτελεί ως συνέχεια εκείνων την μυστηριακή ένωση των δύο συζύγων καθώς και την προσευχή της εκκλησιαστικής κοινότητας για την ευλογία του Θεού στη ζωή τους.
Αυτή τη συνέχεια που διέπει το μυστήριο του γάμου από τον Παράδεισο μέχρι τη σύγχρονη ζωή της Εκκλησίας μαρτυρά εύγλωττα η πρώτη ευχή που αναγινώσκει ο ιερέας κατά την ακολουθία του γάμου: «Ὁ Θεὸς ὁ ἄχραντος, καὶ πάσης κτίσεως δημιουργός, ὁ τὴν πλευρὰν τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ διὰ τὴν σὴν φιλανθρωπίαν εἰς γυναῖκα μεταμορφώσας, καὶ εὐλογήσας αὐτούς, καὶ εἰπών· «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, καὶ κατακυριεύσατε τῆς γῆς», καὶ ἀμφοτέρους αὐτοὺς ἓν μέλος ἀναδείξας διὰ τῆς συζυγίας· ἕνεκεν γὰρ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται τῇ ἰδίᾳ γυναικί, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· καί, οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω· ὁ τὸν θεράποντά σου Ἀβραὰμ εὐλογήσας, καὶ διανοίξας τὴν μήτραν Σάῤῥας, καὶ πατέρα πλήθους ἐθνῶν ποιήσας· ὁ τὸν Ἰσαὰκ τῇ Ῥεβέκκᾳ χαρισάμενος, καὶ τὸν τόκον αὐτῆς εὐλογήσας· ὁ τὸν Ἰακὼβ τῇ Ῥαχὴλ συνάψας, καὶ ἐξ αὐτοῦ τοὺς δώδεκα Πατριάρχας, ἀναδείξας· ὁ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὴν Ἀσυνὲθ συζεύξας, καρπὸν παιδοποιΐας αὐτοῖς τὸν Ἐφραίμ, καὶ τὸν Μανασσῆν χαρισάμενος· ὁ τὸν Ζαχαρίαν καὶ τὴν Ἐλισάβετ προσδεξάμενος, καὶ Πρόδρομον τὸν τόκον αὐτῶν ἀναδείξας· ὁ ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ τὸ κατὰ σάρκα βλαστήσας τὴν ἀειπάρθενον, καὶ ἐξ αὐτῆς σαρκωθεὶς καὶ τεχθεὶς εἰς σωτηρίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· ὁ διὰ τὴν ἄφραστόν σου δωρεὰν καὶ πολλὴν ἀγαθότητα παραγενόμενος ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καὶ τὸν ἐκεῖσε γάμον εὐλογήσας, ἵνα φανερώσῃς ὅτι σὸν θέλημά ἐστιν ἡ ἔννομος συζυγία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιΐα. Αὐτός, Δέσποτα Πανάγιε, πρόσδεξαι τὴν δέησιν ἡμῶν τῶν ἱκετῶν σου, ὡς ἐκεῖσε καὶ ἐνταῦθα παραγενόμενος τῇ ἀοράτῳ σου ἐπιστασίᾳ».
Στην πορεία του χρόνου, ωστόσο, η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον δημιουργό του οδήγησε στην επινόηση του πολιτικού γάμου, ο οποίος συνιστά μια απλή κρατική πιστοποίηση, μια ένωση των δύο συζύγων σε νομικό, όχι πνευματικό επίπεδο. Ο ομιλητής μας, διατρέχοντας ιστορικά το εν λόγω θέμα, επισήμανε πως στην Ελλάδα η πρώτη (ατυχής) απόπειρα για τη νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου συνέβη το 1926, ενώ η δεύτερη (επιτυχής αυτή τη φορά) το 1982. Έκτοτε, ο αριθμός των πολιτικών γάμων οσημέραι αυξάνεται και τείνει να εξισωθεί με τον αριθμό των θρησκευτικών γάμων ανά έτος, όπως φανερώνουν διάφορες στατιστικές, οι οποίες, βέβαια, δεν λαμβάνουν υπόψιν τους θρησκευτικούς γάμους των ζευγαριών που έχουν τελέσει πρώτα πολιτικό. Εν πάση περιπτώσει, η τέλεση πολιτικού γάμου πρόκειται για μια ολοένα αυξανόμενη τάση, η οποία κατά το μάλλον ή ήττον επηρεάζεται και από την οικονομική κρίση της εποχής, η οποία ευνοεί την αποφυγή του θρησκευτικού γάμου.
Για αυτόν τον θρησκευτικό γάμο μίλησε στη συνέχεια ο π. Μιχαήλ, υπογραμμίζοντας ότι σε πείσμα της προτίμησης για πολιτικό γάμο που επιπολάζει στις σύγχρονες κοινωνίες η Εκκλησία εξακολουθεί να προτείνει τον θρησκευτικό και να επιδοκιμάζει όσους τον επιλέγουν. Αυτή τη στάση της Εκκλησίας προσεπικύρωσε και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος (Κρήτη, 2016) με το κείμενό της «Το μυστήριον του γάμου και τα κωλύματα αυτού», απόσπασμα του οποίου ανέγνωσε ο ομιλητής μας: «Ὁ νομίμως καταγεγραμμένος πολιτικός γάμος μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός δέν ἔχει μυστηριακόν χαρακτῆρα, ἀποτελεῖ ἁπλῆν πρᾶξιν συμβιώσεως κυρωθεῖσαν ὑπό τοῦ κράτους, διάφορον πρός τόν εὐλογούμενον ὑπό τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας γάμον. Τά συνάπτοντα πολιτικόν γάμον μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀντιμετωπίζωνται μετά ποιμαντικῆς εὐθύνης, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται διά νά κατανοήσουν τήν ἀξίαν τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί τῶν ἐξ αὐτοῦ ἀπορρεουσῶν εὐλογιῶν δι’ αὐτούς. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται διά τά μέλη αὐτῆς σύμφωνα συμβιώσεως τοῦ αὐτοῦ ἤ ἑτέρου φύλου καί πᾶσαν ἄλλην μορφήν συμβιώσεως, διαφόρου τοῦ γάμου. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά καταβάλλῃ πάσας τάς δυνατάς ποιμαντικάς προσπαθείας, ὥστε τά παρεκκλίνοντα μέλη αὐτῆς εἰς τοιαύτας μορφάς συμβιώσεως νά δυνηθοῦν νά κατανοήσουν τήν πραγματικήν ἔννοιαν τῆς μετανοίας καί τῆς εὐλογημένης ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἀγάπης». Ασφαλώς, το γεγονός ότι η Εκκλησία επιδοκιμάζει όσους επιλέγουν τον θρησκευτικό γάμο δε σημαίνει ότι επινεύει και τον τρόπο με τον οποίο συχνά τελείται το μυστήριο: θορυβώδεις και άσκοπες συζητήσεις, άκαιρα σχόλια εντός του ναού, απρεπείς ενδυμασίες, χρηματικές δαπάνες και περιττά έξοδα, επιδείξεις πλούτου και ισχύος, καμία σχέση δεν έχουν με το σωτηριολογικό βάθος του μυστηρίου και το μόνο που καταφέρνουν είναι να δημιουργούν μια ατμόσφαιρα κοσμικής τελετής με θρησκευτικό επίχρισμα. Επομένως, ναι μεν τα τέκνα της Εκκλησίας καλούνται να προτιμήσουν τον θρησκευτικό γάμο, αλλά πρέπει να προχωρήσουν σε αυτό και με την πνευματικότητα που του αρμόζει, δηλαδή να τον αντιμετωπίσουν όχι ως τελετή μα ως μυστήριο με το οποίο ο άνδρας και η γυναίκα συζεύγνυνται, ώστε από κοινού να βαδίσουν τη σταυρική και μαρτυρική πορεία (γι’ αυτό, άλλωστε, ψάλλουμε στον γάμο το γνωστό «Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες, καὶ στεφανωθέντες…») που θα τους οδηγεί στην ανάσταση, στη βίωση της βασιλείας του Θεού.
Εννοείται, βέβαια, ότι οι δύο σύζυγοι καλούνται να κήδονται αυτής της πνευματικότητας όχι μόνο κατά την τέλεση του μυστηρίου, αλλά και πριν και μετά από αυτόν, γι’ αυτό ο ομιλητής μας αναφέρθηκε στον πνευματικό γάμο, αυτόν δηλαδή που εμφορείται από την αγωνιστικότητα και την πνευματική πρόοδο και, τελικά, την όντως ένωση των συζύγων. Όσο προσεκτικότερα προετοιμάζεται κάποιος/κάποια με προσευχή και μυστηριακή ζωή πριν τον γάμο και εξαγιάζει τον ίμερο για το άλλο φύλο (ο οποίος τέθηκε από τον Θεό και είναι φυσικός, αλλά ο διάβολος παλεύει για να τον μολύνει, παρακινώντας τον άνθρωπο να απεμπολήσει την αγάπη), τόσο βαθύτερα βιώνει τη χάρη και την ευλογία του Θεού κατά τη διάρκεια της ακολουθίας του γάμου, και όσο περισσότερο αγωνίζεται μετά από αυτήν τόσο εξαγνίζεται μαζί με τον/την σύντροφό του μέσα στην πορεία προς την βασιλεία του Θεού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας δεν ορίζουν πώς πρέπει να ζουν οι έγγαμοι, διότι δεν μπορούν να τυποποιηθούν τα αναρίθμητα ζεύγη, στα οποία η πνευματικότητα εμφανίζεται διαβαθμισμένη και επαφίεται στο φιλότιμο, τον χαρακτήρα και τις εκάστοτε συνθήκες ζωής των συζύγων. Αυτό που γενικά ισχύει για όλους είναι ότι οι σύζυγοι καλούνται, αποδυόμενοι σε σύντονες προσπάθειες, να προοδεύουν συνεχώς στην μεταξύ τους αγάπη και να γεύονται όλο και περισσότερες πνευματικές χαρές. Σε αυτό το σημείο, ο π. Μιχαήλ μας υπενθύμισε τα περιστατικά του γάμου του Τωβία με την Σάρρα (Τωβ. ζ΄ 9 – η΄ 21), επιμένοντας κυρίως στην προσευχή των νεονύμφων, που υποδεικνύει το πνευματικό φρόνημά τους και τις ενάρετες διαθέσεις τους: «Οταν οι νεόνυμφοι εκλείσθησαν στον νυμφικόν των κοιτώνα, εσηκώθη ο Τωβίας από την κλίνην και είπε· “σήκω επάνω, αδελφή, και ας προσευχηθώμεν να μας ελεήση ο Κυριος”. Ο Τωβίας ήρχισε να λέγη την προσευχήν του. “Δοξασμένος είσαι συ, Κυριε, ο Θεός των πατέρων ημών, ευλογημένον και ένδοξον το άγιον όνομά σου στους αιώνας. Σε ας δοξάζουν πάντοτε οι ουρανοί και όλα τα κτίσματά σου. Συ, Κύριε, έπλασες τον Αδάμ και έδωκες εις αυτόν ως βοηθόν και στήριγμα την Εύαν, την σύζυγόν του. Από αυτούς εγεννήθη το γένος των ανθρώπων. Διότι, Κύριε, συ είπες· δεν είναι καλόν να είναι ο άνθρωπος μόνος, ας κάμωμεν δι’ αυτόν βοηθόν άλλον όμοιον προς αυτόν. Και τώρα, Κύριε, εγώ λαμβάνω την αδελφήν μου αυτήν, την ομοεθνή μου, ως σύζυγον όχι διά την ικανοποίησιν πορνικών διαθέσεων, αλλά διά την αλήθειάν σου, όπως συ την εκήρυξες. Ας έλθη, λοιπόν, το έλεός σου εις εμέ, Κύριε, και διάταξε συ, ώστε εγώ να γηράσω μαζί της”. Μαζί δε με αυτόν συμπροσηύχετο και η Σάρρα και είπεν· “Αμήν, γένοιτο”! Εκοιμήθησαν και οι δύο την νύκτα εκείνην» (Τωβ. η΄ 4 – 9).
Στο τέλος της ομιλίας, ο π. Μιχαήλ αναφέρθηκε και σε ένα άλλο είδος γάμου, την πνευματική ένωση με τον Χριστό όσων έχουν ως ειδικό χάρισμα την κλίση προς την αγαμία, οι οποίοι είναι αριθμητικά πολύ λιγότεροι. Για αυτές τις περιπτώσεις, βέβαια, ισχύει ο λόγος του Κυρίου «οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ᾿ οἷς δέδοται· εἰσὶ γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω. καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω». (Ματθ. ιθ΄ 11-12). Όσοι έχουν την κλίση για τη μοναχική πολιτεία και την ακολουθούν πιστά ενώνονται μόνο με τον Χριστό, αλλά αυτό είναι δεδομένο άνωθεν.
Μετά από αυτά τα πολύ ωφέλιμα που ειπώθηκαν ακολούθησε συζήτηση με τους φοιτητές. Το ενδιαφέρον και η επικαιρότητα του θέματος, η εμπεριστατωμένη ανάπτυξή του από τον ομιλητή και η αθρόα προσέλευση φοιτητών κατατάσσει αναμφίλεκτα τη συγκεκριμένη ομιλία στις πιο σημαντικές της χρονιάς.
Μετά το πέρας και της συζήτησης πραγματοποιήθηκε η επίσημη υποδοχή πρωτοετών, στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάστηκαν οι βασικοί τομείς της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης (Γενική Γραμματεία και Τομείς Εκδηλώσεων, Εξορμήσεων, Αγάπης, Εκδρομών) προς ενημέρωση των φοιτητών για τις ποικίλες δραστηριότητες που αναπτύσσει η ΧΦΔ. Η θέα νέων προσώπων στο εντευκτήριό μας μας συγκίνησε και μας χαροποίησε ιδιαίτερα. Εκφράζοντας τα θερμά μας συγχαρητήρια στους πρωτοετείς για την επιτυχία τους στις εξετάσεις και το νέο τους ξεκίνημα, ευχόμαστε από καρδίας ο Κύριος να τους στηρίζει στον αγώνα για την αναζήτηση της γνώσης, την περάτωση των σπουδών τους και, αργότερα, την επαγγελματική τους αποκατάσταση, πρωτίστως όμως να τους φωτίζει και να τους καθοδηγεί στον πνευματικό αγώνα, ώστε με την πολιτεία τους να εξαγιάζουν την πιο έντονη (από πλευράς βιωμάτων, εμπειριών και ωρίμασης) περίοδο της ζωής του ανθρώπου, αυτήν των φοιτητικών χρόνων.