Ο άνθρωπος. Ο επίλογος της δημιουργίας και ο εξουσιαστής της. Πλασμένος με στόχο συνεχώς να ανεβαίνει. Να κατακτά ολοένα και ψηλότερες κορυφές. Να κοιτά πάντοτε προς τα άνω. Μα συνάμα απόλυτα ελεύθερος να διαχειριστεί αυτό το θείο δώρο. Ελεύθερος να δώσει όλη την καρδιά του στα ύψη του κόσμου αυτού, ξεχνώντας τον όντως προορισμό του που του μοιάζει απρόσιτος και μάταιος. Ελεύθερος όμως και να αξιοποιήσει τα ύψη αυτά για να εκτιναχθεί στα άλλα, τα ουράνια και αιώνια.
Με τέτοια διάθεση – έστω και ασυνείδητη για τους πολλούς – ξυπνήσαμε πρωί-πρωί λίγες μέρες πριν τελειώσει η κατασκηνωτική μας περίοδος στο Αθαμάνιο της Άρτας και επιβιβαστήκαμε στις καρότσες των δύο αγροτικών. Κατεύθυνσή μας η πολυτραγουδισμένη Κωστηλάτα και η κορυφή Καταφίδι. Η διαδρομή υπέροχη· χαζεύαμε όλοι μας την αρμονική εναλλαγή των χρωμάτων που προκαλούσε η μεγαλόπρεπη ανατολή. Οι εμπειρότεροι από τους συνοδοιπόρους συζητούσαν συνεχώς για την περίφημη ανάβαση, ενώ κυρίαρχες εικόνες άρχισαν σιγά-σιγά να αποτελούν οι γραφικές καλύβες των βοσκών και οι ταπεινές στάνες που φιλοξενούν τα ζώα τους. Τα απότομα τραντάγματα από τη βίαιη, πετρώδη πορεία, η πλούσια πανοραμική θέα του βουνήσιου φυσικού κάλλους που όλο και πλάταινε καθώς ανεβαίναμε, τα κατά καιρούς ξαφνικά φρεναρίσματα που προκαλούσαν οι κατάλευκοι τετράποδοι διαβάτες που δεν γνωρίζουν από προτεραιότητες ή κώδικες οδικής κυκλοφορίας, σε συνδυασμό με τις ξαφνικές επισκέψεις-επιθέσεις των υπερπροστατευτικών τσοπανόσκυλων, σαν να μας προετοίμαζαν. Η πρωτόγνωρη για κάποιους από μας διαδρομή σαν άλλο εσωτερικό τελωνείο φιλτράρισε τους φθαρμένους από τη μέριμνα της πόλης λογισμούς μας, στρέφοντάς τους προς την κορυφή.
Ο οδηγός σταμάτησε. «Από εδώ και πέρα με τα πόδια». Το ανώμαλο μονοπάτι απαγόρευε αυστηρά το μηχανικό ρυθμό βάδισης που έχουμε συνηθίσει στα καλοφτιαγμένα πεζοδρόμια και η τσάντα όσο ανηφορίζαμε γινόταν όλο και πιο βαριά. Όσο πρόθυμο κι αν ήταν το πνεύμα, «η σαρξ» ήταν «ασθενής»· έτσι πολλοί από εμάς χρειαζόταν να καθόμαστε κάθε τόσο στις πέτρες για να ξαποστάσουμε. Ύστερα από αρκετή ώρα φθάσαμε κάτω ακριβώς από την κορυφή και έπρεπε πλέον μετά από το «τεστ κοπώσεως» να πάρει ο καθένας μας τη μεγάλη απόφαση. Την τολμηρή διάθεση να ακολουθήσουμε όλοι μας τους πιο σκληραγωγημένους, έκοβε η θωριά της στενής δύσβατης ανηφόρας, ο δυνατός άνεμος, η κούραση, ο εκτυφλωτικός ήλιος με τις κατακόρυφες ακτίνες του και ένα σωρό άλλες δυσκολίες που φοβόμασταν πως θα συναντήσουμε. Σαν να προσπαθούσαν όλα μαζί και κάθε ένα ξεχωριστά να μας θυμίσουν την ανάγκη μετατροπής των δυσκολιών σε προκλήσεις, που δίνουν νόημα και κίνητρο για την πάλη προς το ανώτερο.
Δεν γινόταν αλλιώς, το θάρρος όσων ήδη είχαν πάρει τον ανήφορο μας έλεγχε. Δυσκολευτήκαμε πολύ θα έλεγε όποιος μας έβλεπε να γραπωνόμαστε με χέρια και με πόδια από τους απόκρημνους βράχους. Περισσότερο όμως κινδυνεύσαμε εντός μας. Μία χαώδης πάλη της τόλμης με το φόβο και της αμφιβολίας με την πίστη που κορυφώθηκε λίγα μέτρα πριν την κορυφή, λίγο έλειψε να πείσει κάποιους από εμάς πως ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε…
Η μάχη έπαψε. Στο υψόμετρο των δυόμισι χιλιάδων περίπου μέτρων πάνω από τη γη, η περιγραφή με τη χρήση των λέξεων αποδεικνύεται ανεπαρκής. Πιο ξεκούραστοι και γαλήνιοι από ποτέ αρχίσαμε να χαμογελούμε με ένα χαμόγελο αλλιώτικο. Ο νους που θέλει να δει για να πιστέψει ξεγελάστηκε. Κατάλαβε αυτό που ένιωθε η καρδιά από την αρχή. Δεν επρόκειτο για μια απλή ανάβαση στην κορφή της Κωστηλάτας αλλά για μία άσκηση ανδρείας, ένα μάθημα αλληλοστήριξης και συνεργασίας, μια δοξολογητική ενατένιση του κάλλους της φύσης, μια αναθεώρηση των στόχων ζωής μας, των ποθούμενων κορυφών…
Σ.Μ.
φοιτητής Φυσικοθεραπείας
Το όχημα σε τι ύψος σας άφησε;