Η ισότητα των δύο φύλων μέσα από το β’ κεφάλαιο της Γενέσεως
Το θέμα της ισότητας των δύο φύλων είναι φλέγον στην εποχή μας. Σε έναν κόσμο μετανεωτερικό με όπλο την αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση η ορθή απάντηση είναι δυσεύρετη, αν όχι ανύπαρκτη, λόγω της άνθισης ποικίλων και διαφορετικών κινημάτων για τα δικαιώματα των φύλων. Ακόμα και η έννοια του φύλου τίθεται σε αμφισβήτηση, γεγονός που επηρεάζει ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό και τον πολιτισμό εν γένει. Σε αυτό το συγκεχυμένο ζήτημα η Αγία Γραφή έρχεται και πάλι να δώσει μία ξεκάθαρη και διαχρονική απάντηση· αρκεί να ανατρέξουμε στο β’ κεφάλαιο της Γενέσεως, στο τέλος του οποίου γίνεται αναφορά στη δημιουργία της γυναίκας.
Αρχικά, στον στ. 18 φαίνεται ο σκοπός και η απόφαση του Θεού να δημιουργήσει τη γυναίκα. Ο Θεός Πατήρ εκφράζει με λόγια στα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας ότι δεν είναι καλό ο άνθρωπος (εν προκειμένω ο Αδάμ) να είναι μόνος, ότι χρειάζεται τη συναναστροφή κάποιου άλλου. Ο θεόπνευστος συγγραφέας χρησιμοποιεί το ρήμα ποιήσωμεν σε α’ πληθυντικό, το οποίο παραπέμπει στο ποιήσωμεν ἄνθρωπον (Γεν. α’ 26), συνοδευόμενο από τη δοτική χαριστική αὐτῷ (= για χάρη του), για να δείξει όχι μόνο την εξαιρετική φροντίδα του Τριαδικού Θεού για το πλάσμα που θα δημιουργήσει, αλλά και το ενδιαφέρον Του προς τον Αδάμ. Αποφασίζει, λοιπόν, να δημιουργήσει για τον Αδάμ βοηθὸν κατ’ αὐτόν, έναν βοηθό που θα είναι ομότιμός του, δηλαδή θα έχει την ίδια αξία και ουσία με εκείνον. Αφού, όμως θα είναι ομότιμος προς τον Αδάμ, τότε θα έχει και αυτός το κατ’ εἰκόνα και το καθ’ ὁμοίωσιν, θεϊκά χαρακτηριστικά που έδωσε ο Θεός στον Αδάμ, και θα είναι έτσι ανώτερος από τα υπόλοιπα θνητά δημιουργήματα[1]. Τέλος, αυτός ο βοηθός θα δώσει στον Αδάμ τη δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους, να εκφράζουν αμοιβαία συναισθήματα και να διαιωνίζουν το ανθρώπινο γένος. Επομένως, με τη δημιουργία της γυναίκας πλάι στον άνδρα τίθεται το θεμέλιο της κοινωνικής ζωής[2] και γίνεται έκδηλο το ενδιαφέρον του Θεού εξίσου και για τα δύο φύλα.
Έπειτα, στον στ. 21 ο Θεός περνά στην καθαυτή δημιουργία της γυναίκας. Η πρώτη κίνησή Του είναι να επιφέρει ἔκστασιν στον Αδάμ, για να μην του προκληθεί πόνος και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, έχθρα και μνησικακία απέναντι στη γυναίκα. Στη συνέχεια, ο Θεός αφαιρεί μία από τις πλευρές του Αδάμ· η σημασία της φράσης μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ είναι πολλαπλή: ο Θεός δε δημιουργεί τη γυναίκα από το κεφάλι του άνδρα, για να μην είναι κυρίαρχη έναντι εκείνου, αλλά ούτε από τα πόδια του, για να μην είναι δούλη. Αντιθέτως, τη δημιουργεί από την πλευρά, που είναι στη μέση περίπου του σώματος και είναι ένα σημείο πολύ ισχυρό[3]. Επιπλέον, η πλευρά είναι κοντά στον καρδιά και κάτω από τον βραχίονα, δείγμα ότι ο άνδρας πρέπει να αγαπά και να προστατεύει τη γυναίκα αντίστοιχα. Με αυτόν τον τρόπο η γυναίκα καθίσταται ως βοηθός στο πλευρό του άνδρα[4].
Τέλος, στους στ. 22-23 ο Θεός παραδίδει τη γυναίκα στον Αδάμ και εκείνος την υποδέχεται. Είναι αξιοσημείωτο πως ο ίδιος ο Θεός ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ (στ. 22), δηλαδή έφερε τη γυναίκα στον Αδάμ ως φιλεύσπλαχνος Πατέρας που αγαπά πραγματικά τα παιδιά Του και του την παραδίδει ως alter ego του. Ο Αδάμ τότε αναγνωρίζει τη σχέση του μαζί της, ότι η γυναίκα είναι κομμάτι από τη σάρκα του, άρα ότι προήλθε από εκείνον (ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη), και την αποκαλεί γυνή (στ. 23)[5]. Το εβραϊκό κείμενο δίνει τη λέξει ish για το ἀνήρ και ishshah για τη γυνή, δύο λέξεις που ηχούν παρόμοια. Αυτό το λεκτικό παιχνίδι του εβραϊκού κειμένου τονίζει την πλήρη ισότητα των δύο φύλων, η οποία αναγνωρίζεται από τον άνδρα[6].
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι με βάση το κείμενο της Γενέσεως τα δύο φύλα είναι ίσα. Ο Θεός, με την απέραντη σοφία και αγαθότητά Του, έπλασε τον άνθρωπο με τρόπο τέλειο, ώστε να μην υπάρχει καμία αφορμή για ψόγο περί μη ισοτιμίας των δύο φύλων. Μάλιστα, η δημιουργία της γυναίκας από την πλευρά του άνδρα αποκτά μία ευρύτερη, ιερότατη σημασία, καθώς προεικονίζει την καταγωγή της Εκκλησίας από το πλευρό του νέου Αδάμ, του Χριστού. Έτσι, η υποταγή της γυναίκας στον άνδρα ακολουθεί το πρότυπο του Χριστού, που είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, ενώ η αγάπη του Αδάμ προς τη γυναίκα έχει ως παράδειγμα την αγάπη του Κυρίου για την Εκκλησία[7].
Π. Ρ.
απόφοιτος Φιλολογίας ΕΚΠΑ
Βιβλιογραφία
Βασιλειάδης, Ν. 2006, Η Παλαιά Διαθήκη: μετά συντόμου ερμηνείας, τομ. Ι. Αθήνα: Αδελφότης Θεολόγων « Ο Σωτήρ».
Καλαντζάκης, Σ. Ε. 2016, Η θεολογία της δημιουργίας στην Παλαιά Διαθήκη. Θεσσαλονίκη: Γράφημα.
[1] Στους στ. 19-20 γίνεται φανερό ότι τα ζώα δεν είναι ικανοί, δηλαδή επαρκείς, βοηθοί προς τον άνθρωπο-άνδρα.
[2] βλ. Καλαντζάκης 2016, 316-317.
[3] Βέβαια, καθώς η πλευρά αποτελεί μέρος του σώματος (όλου), η γυναίκα καθίσταται πιο ασθενής από τον άνδρα.
[4] βλ. Καλαντζάκης 2016, 324.
[5] Παρατηρούμε ότι ο Αδάμ εδώ δεν της δίνει όνομα, όπως στα υπόλοιπα ζώα, παρά μετά την πτώση (βλ. Γεν. γ’ 20). Το γεγονός ότι της δίνει όνομα τότε δεν υποδηλώνει την υποδούλωση της, αλλά την εκούσια αναγνώριση από μέρους της της εξουσίας του άνδρα, που της δείχνει αγάπη, σεβασμό και την προστατεύει, μέσα στο πλαίσιο της αμοιβαίας σχέσης τους. Βλ. Καλαντζάκης 2016, 332.
[6] βλ. Καλαντζάκης 2016, 330-331.
[7] βλ. Καλαντζάκης 2016, 332.