Ο ανοιξιάτικος ήλιος έλουζε την κυπριακή πρωτεύουσα κι η εμπορική κίνηση, ήταν 1.30 μ.μ, βρισκόταν στο κατακόρυφο. Την πλατεία του Σεραγιού την διέσχιζαν βιαστικά διαβάτες, ποδήλατα, κούρσες, λεωφορεία, που ξεχύνονταν από τους στενούς μονόδρομους της παλιάς Λευκωσίας. όλοι κι όλα βιάζονταν, λες κι ήθελαν ν’ αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα τις δουλειές τους και να φθάσουν στον προορισμό τους. Τα βράδια, μόλις θα έδυνε ο ήλιος, ως το πρωί, έπρεπε να ’ναι, άνθρωποι και τροχοφόρα, μαντρισμένοι. Έτσι όριζαν οι νόμοι του στρατάρχου Χάρντιγκ, που ήρθε στο νησί με την υψηλή αποστολή να πνίξει στο αίμα το αίτημα ενός λαού, που αγωνιζόταν δυναμικά, εδώ κι ένα χρόνο, για την ελευθερία του.
Κάποια στιγμή ένας ξηρός πυροβολισμός, αντήχησε στη στενή οδό Ποταμιαλή της Τούρκικης συνοικίας, δίπλα στην πλατεία. Η σφαίρα αστόχησε. Ο στόχος της, το όργανο του Χάρντιγκ, γλίστρησε τρέχοντας βιαστικά προς τα Δικαστήρια. Ταυτόχρονα σχεδόν άνοιξε με ορμή η πόρτα ενός τούρκικου σπιτιού, κι ένας Τούρκος αστυνομικός, ο Νιχάτ Βασίφ όρμησε να συλλάβει τον δράστη. Δεν το κατώρθωσε όμως, γιατί σε λίγα λεπτά έπεφτε νεκρός. Η δεύτερη σφαίρα δεν αστόχησε…
Έγινε οχλοβοή, η συγκοινωνία σταμάτησε, πολλοί έτρεχαν να απομακρυνθούν, ενώ φανατισμένοι Τούρκοι ξεχύθηκαν από γύρω κι έζωσαν όσους βρέθηκαν εκεί δίπλα. Μια Τουρκάλα άρπαξε έναν Ελληνοκύπριο νέο και κρατώντας τον σφιχτά από τους ώμους τον παρέδωσε στην αγγλική στρατιωτική αστυνομία που ’χε κιόλας καταφθάσει.
Το αγόρι με τα σμικτά φρύδια και τα πυκνά μαύρα μαλλιά, με ύφος σοβαρό και σταθερό, διαμαρτυρόταν. Αλλά η Τουρκάλα Εμινέ επέμεινε πως αυτός ήταν ο δράστης του εγκλήματος!
Τον ρώτησαν πως λέγεται.
-Ιάκωβος Πατάτσος, απάντησε ήρεμα, χωρίς νευρικότητα και ταραχή.
Για τους ανθρώπους του κόσμου όλα είναι συμπτώσεις ή τύχη. Για τους πιστούς όμως είναι έργα της αγαθής Προνοίας του Θεού. Έτσι είδε τα γεγονότα της ημέρας εκείνης η γεμάτη πίστη ψυχή του Πατάτσου, καθώς τον έκλειναν στο κελί της φυλακής.
“ΕΙΜΑΙ ΑΘΩΟΣ ΕΥΡΕΘΗΝ ΕΚΕΙ ΤΥΧΑΙΟΣ”. Έτσι άρχισε την απολογία του στο δικαστήριο ο Ιάκωβος. Έλεγε την αλήθεια, ήταν πράγματι αθώος. Ήταν ο συνειδητός μαθητής του Χριστού. Γι’ αυτό ήταν ώριμος, μεστωμένος πριν από τον αγώνα.
Μια χριστιανική ελεύθερη Κύπρο ονειρευόταν ο Ιάκωβος. Τίποτ’ άλλο. Αγωνιζόταν να πλάσει χαρακτήρα χριστιανικό. Ποτέ δεν ικανοποιήθηκε με το λίγο. Ήθελε να φτάσει την τελειότητα. Μαθητής του κατηχητικού από νωρίς, κατείχε στις τάξεις του θέση πρωτοποριακή.
Θετικός καθώς ήταν, τα ζύγιζε όλα προσεκτικά. Το ίδιο έκαμε κι όταν σήμανε η ώρα του ξεσηκωμού στην Κύπρο, την άνοιξη του 1955. Του πρότειναν να ενταχθεί στον στρατό της ΕΟΚΑ. Για την μεγάλη τούτη ώρα προετοιμαζόταν από νωρίς. Έτσι στης πατρίδας του το ιερό κάλεσμα έδωσε το παρών από τους πρώτους.
Στο ηρωικό εγχείρημα της ΕΟΚΑ να φθάσει ως το δωμάτιο του τυράννου Χάρντιγκ, που το φρουρούσαν αυστηρότατα, και να τοποθετήσει κάτω απ’ το κρεβάτι του αγέρωχου Κυβερνήτου-δημίου της Κύπρου ωρολογιακή βόμβα, ο Πατάτσος είχε ενεργό ανάμειξη. Σε πολλές επιχειρήσεις που έλαβε μέρος, κατέστρωσε, όπως διηγούνται οι συνεργάτες του, αυτός τα σχέδια. Και πέτυχε σχεδόν παντού.
ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Η ΤΟΥΡΚΑΛΑ ΕΜΙΝΕ ΕΠΕΜΕΙΝΕ, πως ήταν βέβαιη ότι ο Ιάκωβος πυροβόλησε και σκότωσε τον αστυνομικό Νιχάτ.
Μίλησαν οι δικηγόροι. Ο δικαστής όμως έμεινε αμετάπειστος. Δεν είχε αποδείξεις, ωστόσο δεν δυσκολεύθηκε να εκδώσει την απόφασή του. Δινει για τελευταία φορά το λόγο στον Πατάτσο.
“Έχεις τίποτε να πεις για να μη σου επιβληθεί ποινή”;
“Όχι”! Απάντησε σταθερά, καθαρά, άφοβα με την κρυστάλλινη φωνή του το παλληκάρι. “Είμαι αθώος”!
Και τότε ο Έλλισον, με το αγγλικό του φλέγμα πρόσθεσε:
“Ιάκωβε Ανδρέου Πατάτσε, κατεδικάσθεις υπό του δικαστηρίου τούτου, ότι εξεκένωσες περίστροφον κατά παράβασιν του κανονισμού εκτάκτου ανάγκης 52a εναντίον του αστυνομικού Νιχάτ Βασίφ και ότι μετά τον πυροβολισμό ο αστυνομικός πέθανε. Θ’ απαγχονισθείς μέχρις ότου αποθάνεις. Ο Θεός να φανεί ίλεως προς σε”.
Καθώς ο θανατοποινίτης νέος περνούσε από την πλατεία του Σεραγίου με τις χειροπέδες στα χέρια , θυμήθηκε πως τέτοιο καιρό,”τζιαιρόν Δευτερογιούνην” του 1821 εκεί σε κάποια “συκαμιάν”, ο ηρωικός εθνάρχης της Κύπρου Κυπριανός ευλόγησε πρώτα κι ύστερα άγιασε με τη θυσία του το σχοινί της αγχόνης. Τον ανέπλασε με την φαντασία του ο νιός, πήρε βαθιά ανάσα, χαμογέλασε απαλά κι οι κτύποι της καρδιάς καταλάγιασαν με μιας.
Ήταν πανέτοιμος. Το σχοινί της αγχόνης ήταν αγιασμένο.
Ο Ιάκωβος λίγες ώρες πριν τον απαγχονισμό ενώ βρισκόταν στη φυλακή είπε στην μητέρα του:
“Περάσαμε (εννοώντας και τους άλλους δυο συγκρατούμενους με τους οποίους ήταν στο κελί) τη σημερινή μέρα μας με τραγούδια, προσευχές και μελέτη της Αγίας Γραφής. Τα βιβλία, που έχουμε μαζί μας, θα τ’ αφήσουμε στους άλλους θανατοποινίτες. Εγώ θ’αφήσω στον Στέλιο Μαυρομμάτη την Κ. Διαθήκη και το βιβλίο “Μετάνοια”.