Ἕνα ἀνθρωπάκι…
Στά Χριστούγεννα ἔσκυψα πολλές φορές. Εἶπα τά κάλαντα ἀπό παιδί, ἔκοψα καί στήριξα μέ προσοχή τά λαμπερά χαρτονάκια μέ τά ἅγια πρόσωπα στή μικρή μου φάτνη. Στόλισα δένδρο, ἴσως μέ κάποια τέχνη καί λαμπρότητα. Ἀναζήτησα τρόπους καί τόπους νά ζήσω τά Χριστούγεννα. Σπούδασα τή Βυζαντινή εἰκόνα τους μέ μαζεμμένα στό χρόνο τά χαρμόσυνα γεγονότα. Διάβασα καί ξαναδιάβασα τά ἱερά κείμενα. Ἔψαξα καί στούς περισπούδαστους πατερικούς λόγους καί τά σχόλια.
Ὅλα τά διατρέχει διά μέσου τῶν αἰώνων μιά θαυμαστή ὑψηλή ἰδέα, μιά πεποίθηση μεγαλειώδης, αὐτή πού ἀποδίδεται τόσο ποιητικά στό δοξαστικό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τό προοίμιο τῶν Χριστουγέννων: «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται».
Διάβασα πολλές φορές καί τίς περίφημες τῶν μεγάλων πατέρων φράσεις: «Άνθρωπος ειμί, Θεού τε κτίσμα τυγχάνων και Θεός είναι κεκελευσμένος» (Μ. Βασίλειος). «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γάρ ἐγένετο ὁ Θεός καί Θεός ὁ ἄνθρωπος» (Ἱ. Χρυσόστομος).
Χρόνια τώρα σάν τίποτε νά μήν καταλαβαίνω. Ἕνα ἀνθρωπάκι εἶμαι καί δέν φτάνω νά ὀνειρεύομαι τόσο ἀσύλληπτα γιά τή μικρότητά μου. Θεός ὁ ἄνθρωπος! Ἐγώ Θεός!
Ἐγώ ἀνθρώπινα πράγματα ζητάω στά ὄνειρά μου. Τήν ἐπί γῆς εἰρήνη, πού διακήρυξαν οἱ ἄγγελοι. Νά μήν γίνονται πόλεμοι, νά μήν πεινοῦνε τά παιδιά. Νά μήν καταδυναστεύονται, νά μήν πονοῦν οἱ ἄνθρωποι τόσο πολύ, δικοί καί ξένοι. Νά μήν ἀφανίζουμε μέ τά ἔργα μας τήν ὀμορφιά αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Πού καί πού ἀναζητάω καί ἀνθρώπους δίκαιους, ἔντιμους, σοφούς. Συνηθισμένα πράγματα ζητάω αὐτοῦ τοῦ κόσμου ταιριαστά σέ μένα, ἕνα ἀνθρωπάκι, κι ἄς ξέρω ὅτι δέν μοῦ φτάνουν…
Ἔχω ὅμως κι ἄλλα ἐρωτήματα.
Γιατί ἄραγε οἱ πρό Χριστοῦ Ἕλληνες, πού πλούτισαν τήν ἀνθρωπότητα μ’ ὅ,τι ὑψηλότερο στή φιλοσοφία καί στήν τέχνη κι ἀνέδειξαν στίς τραγωδίες τους τούς πιό βαθεῖς πόθους καί πόνους, πού φτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἔπλασαν τόσους θεούς καί ἡμιθεούς τόσο κοντά τους, τόσο ἴδιους μέ αὐτούς, νά ἐπιβλέπουν τή ζωή τους, νά ἐπεμβαίνουν, νά ἐπικροτοῦν ἤ ν’ἀποδοκιμάζουνε τά ἔργα τους τά ἀνθρώπινα; Ποιό ἀρχέτυπο τόσο δυνατό τῆς σχέσης τους μέ τόν «ἄγνωστο Θεό» πηγάζει ἀπό μέσα τους, φωτίζει τήν ὑπέροχη διάνοιά τους καί ἐμπνέει τόν ἀξεπέραστο πολιτισμό τους;
Τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ἡ ἐμφάνιση τοῦ προτύπου, πού κατ΄εἰκόνα του πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος, τό «ἀρχέτυπο», πού ἀνασταίνει μυστικά μέσα του κάθε ἄνθρωπος, κι ἄς μήν τό ξέρει, «ἵνα δυνηθῇ ποτέ χωρῆσαι τό ἀρχέτυπον»(Γρ. Παλαμᾶς), γιά νά μπορέσει κάποτε νά τό φτάσει. Ἡ ἀνάδειξη αὐτοῦ πού ἀποκαλεῖται «νοῦς Χριστοῦ», «σπλάγχνα» Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πραγμάτωση τοῦ «καθ’ὁμοίωσιν».
Ἕνα ἀνθρωπάκι εἶμαι, πού βάζει τά φτωχά του ὄνειρα, τά καθημερινά καί πρόσκαιρα, πρῶτα ἀπό τό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἕνα ἀνθρωπάκι ὅμως, πού δέν ἔπαψε ν’ἀναζητάει…
Τά Χριστούγεννα λένε τά ἱερά γράμματα εἶναι βέβαια ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ στήν ξεπεσμένη ἀνθρωπότητα. Ἦρθε ὁ Χριστός ν’ἀναζητήσει τόν ἐξαπατημένο ἀπ’ τόν διάβολο ἄνθρωπο, πούκινδύνευε νά καταποθεῖ στόν αἰώνιο θάνατο. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό μόνο τά Χριστούγεννα. Τά Χριστούνεννα εἶναι οὐσιαστικά ἡ πραγμάτωση τῆς προαιώνιας βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τό πάνσοφο, τό γεμάτο ἀγάπη σχέδιο γιά τό πλάσμα Του, πρίν ἀπό τή δημιουργία του, «πρό καταβολῆς κόσμου» καί βέβαια πρίν ἀπό τήν θλιβερή πτώση τοῦ πρώτου ἀνθρώπου.
Αὐτά κατενόησαν οἱ μαθητές κοντά Του. Αὐτή τή βεβαιότητα κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καί ἄλλαξαν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Ὕστερα ἄλλη μιά φορά κατέφυγα στόν μαθητή πού σπούδασε βαθύτερα τό «ἀρχέτυπο», ἐπιπεσών στό πανάγιο στῆθος τοῦ Χριστοῦ καί ξαναδιάβασα τά λόγια του: «Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν… ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν… ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ… Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄Ἰωάν. δ’, στίχ. 12-16).
Ἴσως σ’αὐτούς τούς λόγους ν’ ἄγγιξα λίγο τό πῶς γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἕνα μέ τό Θεό. Κανείς δέν εἶδε ποτέ τό Θεό ἀλλά Ἐκεῖνος χαρίζει τό πνεῦμα Του, μένει μέσα μας κι ἐμεῖς κατοικοῦμε σ’Ἐκεῖνον. Κατανοοῦμε, ὁμολογοῦμε Ἰησοῦ Χριστό, κατανοοῦμε τό «ἀρχέτυπο», τόν τελικό προορισμό μας.
Τό «ἐν Χριστῷ ζῆν» εἶναι ἡ θέωση. Μόνο μέ μία προϋπόθεση μεγάλη. Νά ἀνασταίνουμε μέσα μας τήν ἀδιάκριτη πρός τό Θεό καί μεταξύ μας ἀγάπη. Τότε γινόμαστε ὅμοιοι μέ τό Θεό. Τότε κατακτοῦμε τήν ἀσύλληπτη θέωση, ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».
Ἡ μεγαλειώδης ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, πού γίνεται κατά χάριν Θεός καί διατρέχει ὅλα τά ἱερά κείμενα, τελειοῦται στήν πράξη στήν ἄσκηση τῆς ἀδιάκριτης ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο, μέ ὅση ὑπέρβαση, ταπείνωση καί θυσία αὐτή προϋποθέτει.
Ἀνθρώπινα πράγματα καθημερινά χρειάζονται, ἀλλά τόσο μεγάλα καί δύσκολα: Ἡ γνήσια ἀγάπη στό Θεό καί στόν διπλανό, πού εἶναι ἀδελφός μας.
Τότε παύει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕνα ἀνθρωπάκι. Τότε μπορεῖ νά κάνει ἀληθινά Χριστούγεννα κάθε ἄνθρωπος. Τότε γίνεται κατά χάριν Θεός ὁ ἄνθρωπος! γ.
πηγή: Περιοδικό «Η Δράση μας»