Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται [ὁ Ἰησοῦς] ἐν τῇ οικίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ (Λουκ. ζ’ 37-38)· αυτό το χωρίο από το Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον είχε υπόψη της η υμνωδός μοναχή αγία Κασσιανή, όταν συνέγραφε αυτό το επιβλητικό τροπάριο. Τι πιο ταιριαστό, για να επισφραγιστεί η ακολουθία του Όρθρου της Μ. Τρίτης, κατά την οποία τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικὸς μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειοτάτοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονεν[1]; Μία ανώνυμη πόρνη, μία γυναίκα βουτηγμένη στην αμαρτία, όπως και τόσοι άνθρωποι, η οποία έχει να μας διδάξει πολλά…
Σε όλο το τροπάριο γίνεται εμφατική αναφορά στην αμαρτωλότητα αυτής της γυναίκας. Το πιο θαυμάσιο σημείο ως προς αυτό ενυπάρχει στην παρομοίωση της αμαρτίας με σκοτάδι, η οποία εκτίθεται κλιμακωτά. Η υμνωδός δίνει τον λόγο στην ίδια την πόρνη, για να περιγράψει η ίδια την κατάστασή της: παραδέχεται ότι η ύπαρξή της (τι φοβερό!) είναι μία νύχτα (νύξ μοι ὑπάρχει), ένας κατασκότεινος και ασέληνος οίστρος[2] πάθους, που την ενοχλεί συνέχεια, και, τέλος, έρωτας[3] της αμαρτίας. Μέσα σε αυτό το σκοτάδι ξαφνικά διακρίνει ένα Φως· διαισθάνεται ότι ο Κύριος είναι ο πραγματικός Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου από την αμαρτία (τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα). Αυτό ήταν! Η Θεία Χάρις ενέργησε αμέσως μέσα της. Συνειδητοποίησε πάραυτα την αμαρτωλότητά της και έσπευσε σε μετάνοια.
Η συναίσθηση αυτή της έφερε συντριβή που εκδηλώθηκε με δάκρυα. Τόσα ήταν τα δάκρυά της που η υμνωδός τα παρομοιάζει με πηγή από την οποία αναβλύζει άφθονο νερό (τὰς πηγὰς τῶν δακρύων). Παρακαλεί, μάλιστα, τον Κύριο να δεχτεί τα δάκρυα ως δείγμα της μετάνοιάς της, καθώς ο Ίδιος μεταφέρει με τα σύννεφα της βροχής το ατέλειωτο νερό της θάλασσας, επεκτείνοντας έτσι την εικόνα του υγρού στοιχείου. Ζητά, ακόμη, από τον Κύριο να “λυγίσει” στους στεναγμούς της, να δεχτεί τη μετάνοιά της και να τη συγχωρήσει. Ποιος; Αυτός που έκανε τους ουρανούς να χαμηλώσουν, να “λυγίσουν” με την παράδοξη ενανθρώπισή Του!
Και τι θα προσφέρει ως λύτρο για τα αμαρτήματά της αυτή η γυναίκα; Με οδυρμούς τρέχει στον Κύριο ως ταπεινή δούλη, για να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορεί· και το λύτρο αυτό είναι, φαινομενικά, το μύρο με το οποίο άλειψε τα πόδια Του, τα οποία και σκούπισε με τις πλεξούδες των μαλλιών της. Και εδώ έρχεται η φοβερή παρομοίωση-αντίθεση: τα ίδια πόδια που περιποιείται η πρώην πόρνη – δείγμα ότι είναι κοντά στον Κύριο που τόσο αγαπά πλέον – ήταν αυτά του Θεού που έκαναν την Εύα να κρυφτεί, καθώς τρόμαξε από τον φοβερό τους ήχο (κρότον) – δείγμα της συναίσθησης αφενός του αμαρτήματός της αφετέρου της αμετανοησίας της –. Και να, η πρώην πόρνη κοντά στον Κύριο, ενώ η Εύα μακριά, η οποία ήταν τόσο κοντά Του…
Το πραγματικό, ωστόσο, λύτρο που προσφέρει η γυναίκα αυτή είναι άλλο. Οι αμαρτίες, καθώς έχει μετανοήσει, αποτελούν το καλύτερο δώρο προς τον Κύριο. Αυτές τις αμαρτίες, μαζί με εκείνες όλου του κόσμου, θα σηκώσει πάνω Του μερικές μέρες μετά και, έτσι, θα λυτρώσει τους πάντες. Η δε πράξη της πρώην πόρνης αποτελεί προεικόνιση του ενταφιασμού του Κυρίου και των μυροφόρων. Η ίδια, ως δυνάμει μυροφόρα, αλείφει με μύρο τον Κύριο πριν τον θάνατό Του. Και τι κοινό μπορεί να έχει αυτή η γυναίκα με τις μυροφόρες; πρώτον, την απόλυτη πίστη ότι ο Κύριος ήταν Θεός και, δεύτερον, την απόφασή της να αψηφήσει τα όποια εμπόδια – τα σχόλια των Φαρισαίων – θα βρίσκονταν στον δρόμο της προς τον Κύριο. Η καρδιά της, όπως και των μυροφόρων, ήταν γεμάτη με αγάπη προς τον Κύριο και έτσι το βλέμμα της ήταν μόνο σε Εκείνον.
Το παράδειγμα αυτής της γυναίκας είναι διαχρονικό. Ένα πρόσωπο κατάπτυστο για αυτούς που διάβαζαν και δίδασκαν τον Νόμον, όπως και ο ληστής πάνω στον σταυρό. Κι όμως, τέτοιους ήρωες θέλει ο Κύριος κοντά Του! Ήρωες λόγω της μετάνοιάς τους, της απόφασης να αλλάξουν τελείως τη ζωή τους και να βάλουν κέντρο της τον Θεό και το θέλημά Του! Είθε και εμείς σαν αυτή τη γυναίκα να φωνάξουμε στον Κύριο: Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τὶς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος!
[1] βλ. στο Συναξάριο του Όρθρου της Μ. Τρίτης.
[2] ο οίστρος κυριολεκτικά είναι η μύγα που τσιμπά τα βόδια. Αναφέρεται στον Αισχύλο ως η μύγα που κυνηγούσε την Ιώ, βλ. Aesch.Suppl.308.
[3] δεν είναι τυχαία η λέξη, καθώς φανερώνει την αποκορύφωση της θλιβερής κατάστασης της πόρνης. Ο έρωτας θεωρείται ήδη από την αρχαιότητα το πιο ισχυρό συναίσθημα, βλ. Archil.196W.
Π. Ρ.
φοιτητής Φιλολογίας ΕΚΠΑ