Ὁ ὅσιος Ἄνθιμος ὁ ἐν Χίῳ

0
1828
Εκτύπωση Εκτύπωση
1 αστέρι2 αστέρια3 αστέρια4 αστέρια5 αστέρια (1 ψήφοι, μέσος όρος: 5,00 από 5)
Loading...

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.

Νέον στήριγμα Ὀρθοδοξίας,
νεοκόσμητον ἄνθος ἁγνείας,
Νικομηδείας Ἀνθίμου συνώνυμος
τῶν ἀρετῶν τε ἐκείνου ὁμότροπος,
νέων Ὁσίων σφραγίς, καί ἀγλάισμα,
Πάτερ Ἄνθιμε,
τῆς Χίου πάσης τό καύχημα,
Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε,
δωρήσασθε ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Ὁ νεοφανὴς καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Ἄνθιμος (κατὰ κόσμον Ἀργύριος Κ. Βαγιάνος) καταγόταν ἀπὸ τὸ μυροβόλο καὶ ἁγιασμένο νησὶ τῆς Χίου, τὸ ποτισμένο ἀπὸ τὸ αἷμα ἡρώων καὶ ἁγίων. Γεννήθηκε τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 1869 στὸ χωριὸ Λιβάδια ἀπὸ πιστοὺς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Ἀγγεριώ. Τὰ δύο μεγαλύτερα ἀδέλφια του διέκριναν στὸ μικρότερο ἀδελφό τους Ἀργύριο σημεῖα ἔκτακτης παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ πλουσίας ἐπισκέψεως θείας χάριτος. Γράμματα ἐλάχιστα ἔμαθε ὁ Ἀργύριος. Ἤξερε ὅμως καλὰ τὴν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ. Ἀπὸ νωρὶς συνδέθηκε πνευματικὰ μὲ τὸν σεβάσμιο ἱερομόναχο π. Παχώμιο, τὸν ἡγούμενο καὶ ἱδρυτὴ τῆς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ εἶχε χρηματίσει μάλιστα καὶ Γέροντας τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.

Στὸν π. Παχώμιο ὁ μικρὸς Ἀργύριος ἐμπιστεύθηκε ἀπὸ νωρὶς τὸν βαθύ του πόθο γιὰ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸ Χριστό. Ὁ φωτισμένος Γέροντας διέκρινε εἰλικρίνεια στὶς προθέσεις τοῦ μικροῦ ἐφήβου καὶ τοῦ συνέστησε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἀγωνίζεται στὸ σπίτι του πρὸς τὸ παρὸν ἕως ὅτου ὡριμάσει ὁ πόθος του.

Μέσα στὸ φτωχικὸ ἀγροτικό του σπίτι ὁ μικρὸς Ἀργύριος ζοῦσε σὰν μοναχός, μὲ ἄσκηση, μὲ νηστεία καὶ μὲ προσευχή. Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν ἡσυχία, ποὺ τὴν ὀνόμαζε «μητέρα ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ», καὶ σ’ ἕνα ὑπόγειο δωματιάκι τοῦ σπιτιοῦ του ἀποσυρόταν γιὰ αὐτοκριτικὴ καὶ μελέτη. Καλλιεργοῦσε μάλιστα πολὺ καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς φιλοπτωχείας.

Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ὁ Ἀργύριος κείρεται μοναχὸς ἀπὸ τὸν Γέροντα Παχώμιο, ὁ ὁποῖος μάλιστα προέβλεψε τὸ λαμπρό του μέλλον, λέγοντας πὼς θὰ γίνει κάποτε «μέγας Πατήρ». Μὲ ὄρεξη καὶ μὲ ζῆλο καὶ μὲ σύνθημα «ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση» ξεκινᾶ τὴ νέα του ζωὴ ὁ μοναχὸς μὲ τὸ νέο του ὄνομα Ἄνθιμος. Ὁ ἡγούμενος τὸν ἐμπιστευόταν. Τοῦ ἔδινε ἄδεια νὰ στηρίζει καὶ νὰ συμβουλεύει καὶ ἄλλους. Παράλληλα ὅμως τοῦ ἀξιοποίησε καὶ τὰ τεχνικά του χαρίσματα λέγοντάς του νὰ ἐπιβλέπει καὶ νὰ ἐπιστατεῖ στὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς τους τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου.

Σύντομα ὅμως ὁ μοναχὸς Ἄνθιμος δοκιμάστηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸν ἐπισκέφθηκε παρατεταμένη ἀσθένεια μὲ δυνατοὺς πόνους στὸ στομάχι. Ἔτσι ἀναγκάστηκε μὲ προτροπὴ τοῦ ἡγουμένου νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ σπίτι του μέχρι νὰ ἀναρρώσει.

Μὲ ἀγόγγυστη ὑπομονὴ δέχθηκε ὁ Ὅσιος τὴ δοκιμασία αὐτή. Χωρὶς νὰ χαλαρώσει πνευματικὰ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη του στὸ Θεὸ πιὸ δυνατὴ συνεχίζει τὴν ἄσκησή του σὲ μικρὸ κελλάκι ποὺ κτίζει σὲ κτῆμα τῶν γονέων του μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντός του. Ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του στὴν κουφάλα μιᾶς γέρικης ἐλιᾶς συχνὰ προσευχόταν. Ἐκεῖ δέχθηκε καὶ ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου μὲ περίεργους ἤχους καὶ θορύβους. Ἐκεῖ δέχθηκε καὶ τοὺς γλυκασμοὺς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐμπειρίες οὐράνιες, γιὰ τὶς ὁποῖες ποτὲ δὲν ὑπερηφανεύθηκε, ἀλλὰ ταπεινὰ ψιθύριζε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».

Ἐκεῖ ἀσκοῦσε μὲ ἐπιμέλεια καὶ τὸ ἔργο τοῦ τσαγκάρη. Ἐπιδιόρθωνε φθαρμένα ὑποδήματα καὶ μὲ τὰ χρήματα βοηθοῦσε τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς διερχόμενους πτωχούς.

Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν τὸ 1909 ὁ Ἄνθιμος κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός. Τὸ πνευματικὸ κύρος τοῦ Ὁσίου ὅλο καὶ αὐξάνει. Πολλοὶ ἔρχονταν κοντά του γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Ὁ λόγος του γαλήνευε καὶ μεταμόρφωνε τὶς ψυχές. Πολλοὶ ζητοῦσαν νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν ἦταν ἱερεύς. Οὔτε τολμοῦσε ἀπὸ μόνος του νὰ ζητήσει κάτι τόσο μεγάλο. Οὔτε καὶ ὁ Μητροπολίτης Χίου τὸ ἐπιθυμοῦσε, ἐπειδὴ ἔλεγε ὅτι ὁ Ἄνθιμος εἶχε «μικρὴ ἐκκλησιαστικὴ παιδεία».

Τὸ 1910 ὁ π. Ἄνθιμος πῆγε στὸ Ἀδραμύττιο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου μὲ τὴ βοήθεια συγγενῶν του ὁλοκλήρωσε τὶς στοιχειώδεις γραμματικές του γνώσεις ἀπὸ ἔμπειρο διδάσκαλο. Κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονή του ἡ ἀνεξιχνίαστη βουλὴ τοῦ Θεοῦ ἀνύψωσε τόν ἅγιο, σὲ ἡλικία 41 ἐτῶν, στὸ μέγα ὑπούργημα τῆς Ἱερωσύνης. Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου ὅταν πληροφορήθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ ἁγνότητα τοῦ ταπεινοῦ αὐτοῦ μοναχοῦ, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν βοηθὸ Ἐπίσκοπό του Δηλανᾶ νὰ τὸν χειροτονήσει στὴ Σμύρνη.

Κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ λαὸς φώναζε τὸ «ἄξιος», ἕνας δυνατὸς σεισμὸς συνοδευόμενος ἀπὸ βροντὲς καὶ ἀστραπές, ποὺ κράτησαν γιὰ λίγη ὥρα, συγκλόνισαν τοὺς πάντες. Ὁ Θεὸς ἐπιβεβαίωνε μὲ ἔκτακτο σημεῖο τὴν εὐδοκία του στὸν ταπεινὸ δοῦλο του, ὅπως ἀποδείχθηκε καὶ μὲ τὴ συνέχεια τῆς ζωῆς του. Πλημμυρισμένος στὰ δάκρυα καὶ μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη ὁ νέος κληρικὸς εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ θαυμαστά μεγαλεῖα του.

Μὲ ἔκδηλα πλέον τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὲ νωπὴ τὴ θεία Χάρη τῆς Ἱερωσύνης ὁ νέος ἱερομόναχος ἀνέλαβε μὲ ἐπιμέλεια τὰ νέα του καθήκοντα. Ὅλοι τὸν τιμοῦσαν καὶ τὸν εὐλαβοῦνταν. Ζητοῦσαν ἐπίμονα τὶς προσευχές του, γιατὶ πίστευαν πὼς εἶχε δυνατὴ παρρησία στὸ Θεό.

Ἐκείνη τὴν περίοδο στὸ Ἀδραμύττιο ὑπῆρχε ἕνας δαιμονισμένος, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν κατοίκων. Γιὰ νὰ προφυλαχθοῦν ἀπὸ τὶς βίαιες ἐπιθέσεις του, τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες στὸν κορμὸ ἑνὸς τεράστιου πλατάνου. Πολλοὶ ἱερεῖς εἶχαν προσευχηθεῖ γι’ αὐτόν. Ἀλλὰ μάταια… Μὲ τὶς προσευχὲς ὅμως καὶ τὶς παρακλήσεις τοῦ Ὁσίου ὁ δαιμονισμένος ἐλευθερώθηκε. Ἡ χαρμόσυνη αὐτὴ εἴδηση ἁπλώθηκε παντοῦ. Ὁ κόσμος ἔτρεχε νὰ πάρει τὴν εὐλογία του καὶ οἱ ἐκκλησίες γέμιζαν ὅπου λειτουργοῦσε ὁ π. Ἄνθιμος. Ὅλα ὅμως αὐτὰ ἔκαμαν νὰ ἀνάψει ὁ φθόνος τῶν συνεφημερίων του γι’ αὐτόν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ διακριτικὸς Ὅσιος ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσει γιὰ νὰ κοπάσει ὁ ἄνεμος τῆς ζηλοφθονίας.

Ἕνα μόνο χρόνο ἔμεινε ἐκεῖ. Ἔφυγε καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσει τὰ χαριτόβρυτα ἱερὰ λείψανα, νὰ ζητήσει εὐχὲς καὶ νὰ δεχθεῖ ὁδηγίες στὴ νέα του διακονία ἀπὸ ἐνάρετους γέροντες. Ὅλοι ἐνθυμοῦνται τὸ πέρασμα τοῦ ὁσίου Ἀνθίμου ὡς πέρασμα ἑνὸς ἄκακου καὶ ἁγίου ἱερέως.

Νεοχειροτονημένος ἱερεὺς ὁ π. Ἄνθιμος, ἀφοῦ πῆρε τὶς εὐλογίες τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπέστρεψε καὶ πάλι πίσω στὸ πολυαγαπημένο του νησί, τὴ Χίο. Ἐπέλεξε τώρα νὰ ζήσει μέσα στὸ λεπροκομεῖο τῆς πόλεως ὡς «ὁ ἐφημέριος τῶν λεπρῶν». Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ἀντίκρισε θέαμα φρικτό. Γύρω του ἄνθρωποι θλιμμένοι καὶ ἀγριεμένοι – κάποιοι καὶ βλάσφημοι – μὲ πληγὲς ποὺ πυορροοῦσαν, βίωναν κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες τὴν πικρὴ μοναξιά, τὴν περιφρόνηση τοῦ κόσμου καὶ τὸν πόνο ἀπὸ τὴν ἀνίατη τότε ἀσθένειά τους. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀρρώστους ὁ ὅσιος Ἄνθιμος τοὺς ἀγκάλιασε μὲ τὴ στοργή του καὶ τοὺς ὑπηρέτησε σὰν νὰ ἦταν τὰ πιὸ ἀγαπημένα του πρόσωπα. Ἔτρωγε μαζί τους. Καθάριζε μὲ ἐπιμέλεια τὶς δυσώδεις πληγές τους. Τοὺς γιάτρευε καὶ τῆς ψυχῆς τὰ τραύματα μὲ τὸ Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Μετανοίας καὶ Ἐξομολογήσεως. Τοὺς λειτουργοῦσε. Τοὺς κοινωνοῦσε. Τοὺς ἐνίσχυε μὲ παρηγορητικὰ λόγια. Φρόντιζε ἀκόμη σὰν καλὸς οἰκονόμος καὶ γιὰ τὴν πλήρη εὐταξία τοῦ Ἱδρύματος. Ὅλα ἐκεῖ λειτουργοῦσαν κατὰ τὸ πρότυπο ἑνὸς πνευματικοῦ κοινοβίου. Μέσα σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ἡ ἀτμόσφαιρα στὸ λεπροκομεῖο ἄλλαξε. Ὅλοι μιλοῦσαν μὲ εὐγνωμοσύνη γιὰ «τὸ παπαδάκι τοῦ λεπροκομείου», ποὺ μεταμόρφωσε μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀγάπης του μία κόλαση ἀγριότητος σ’ ἕναν παράδεισο εὐγενείας καὶ καλοσύνης, σ’ ἕναν κόσμο ἐλπίδος, κόσμο τοῦ Θεοῦ.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν προσφορά του στὸ λεπροκομεῖο, ὁ ὅσιος Ἄνθιμος κλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διακονήσει καὶ σὲ μιὰ ἄλλη ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς ἐποχῆς του. Στὴ Χίο εἶχαν φθάσει ξεριζωμένες ἀπὸ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ 50 περίπου μοναχές, ποὺ περιφέρονταν ἄστεγες καὶ ρακένδυτες καὶ ζητοῦσαν προστασία καὶ καθοδήγηση. Μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα ὁ ὅσιος Ἄνθιμος δὲν ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Τὶς πονεμένες αὐτὲς καὶ ἀφιερωμένες στὸ Χριστὸ ψυχὲς ἀνέλαβε σὰν ἄλλος καλὸς ποιμένας νὰ τὶς ποιμάνει καὶ νὰ τὶς ἀσφαλίσει σὲ ἱερὴ μάνδρα. Μὲ πολλὲς θυσίες καὶ μὲ συνδρομὲς πλουσίων εὐεργετῶν τῆς Χίου ἔκτισε γι’ αὐτὲς ἱερὸ Παρθενώνα, Ἱερὰ Μονή, ἔξω ἀπὸ τὸν Φραγκομαχαλά. Καὶ τὶς ἀνέθεσε στὴν προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μὲ ἱερὴ συγκίνηση θυμόταν ὁ Ἅγιος τὴν ἡμερομηνία τῆς 30ῆς Μαρτίου 1930 ὡς τὴν ἡμέρα τῆς πιὸ μεγάλης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ποὺ δοκίμασε ποτὲ ἡ ψυχή του. Ἦταν τότε ποὺ μετέφερε ἀπὸ τὸ φτωχικὸ κελλάκι του στὴ νεοσύστατη ἱερὰ Μονὴ τὴν εἰκόνα τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ, τὴν ὁποία ὑπερευλαβεῖτο καὶ κρατοῦσε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια «ὡς ἱερὸ θησαύρισμα», κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του. Πόσες προσευχὲς μὲ δάκρυα δὲν εἶχε ἀπευθύνει ὁ Ἅγιος πρὸς τὴν εἰκόνα αὐτή!… Πόσα θαύματα δὲν εἶχε δεῖ – στὸν ἑαυτό του καὶ σὲ πολλοὺς ἀσθενεῖς – μὲ τὶς ἱκεσίες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου! Σ’ αὐτὴν τὴ Μητέρα τοῦ κόσμου, τὸ «τεῖχος τῶν παρθένων», ἐναπέθεσε τὴ φύλαξη καὶ προστασία τῶν μοναζουσῶν.

Ὁ Ὅσιος ἐξακολουθοῦσε καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη νὰ ἀκτινοβολεῖ καὶ πάλι πλούσια τὴν ἀγάπη του. Καὶ νὰ στηρίζει καὶ νὰ ἀνορθώνει ὄχι μόνο τὶς μοναχές, ἀλλὰ καὶ τὰ πλήθη τοῦ κόσμου ποὺ κατέφθαναν ἐκεῖ καθημερινὰ γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν εὐχή του. Κάθε πτωχὸς ἢ ἄρρωστος ἢ κατατρεγμένος ἔβρισκε καταφύγιο στὴ ζεστή του ἀγάπη. Ὄχι μόνο χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι τὸν εὐλαβοῦνταν. Ὑπῆρξαν μέρες ποὺ οἱ ἐπισκέπτες ἔφθαναν τοὺς 70.

Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν. Ὁ Ὅσιος αἰσθανόταν τὶς δυνάμεις του νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν. Τὴν πρωτοχρονιὰ τοῦ 1959 λειτούργησε γιὰ τελευταία φορὰ μεταρσιωμένος, ὅλος «φλόγα»… Καὶ στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1960 σὲ ἡλικία 91 ἐτῶν, γαλήνιος καὶ εἰρηνικὸς ἔκλεισε τὰ μάτια του, γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ λέγοντας: «Ἐὰν παρεπίκρανα κανένα, ζητῶ συγχώρεση. Ὅλους τοὺς παρακαλῶ νὰ εὔχονται γιὰ τὴν ἁμαρτωλή μου ψυχή».

Στὸ θάνατό του θρήνησε ὅλη ἡ Χίος. Τὸν κήδευσε μὲ μύρα πολλὰ καὶ καυτὰ δάκρυα «ὡς στοργικὸ πατέρα της». Ὁ Κύριος δόξασε πολὺ τὸν δοῦλο του, γιατὶ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του μὲ τὶς πρεσβεῖες του γίνονται πολλὰ θαύματα.

Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου.

Μιὰ μορφὴ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τοὺς ἄλλους. Μιὰ ζωὴ ποὺ σὰν λαμπάδα φώτιζε καὶ θέρμαινε καὶ ἔλιωνε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους μέχρι τὴν τελευταία του ἀναπνοή.

«Ποτέ του – ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος – δὲν χόρτασε οὔτε ψωμί, οὔτε ὕπνο».

Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους. Τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Στὴν παγωμένη ἐποχή μας ὁ ὅσιος Ἄνθιμος συνεχίζει νὰ μιλάει καὶ νὰ μᾶς λέγει: «Ἀγαπᾶτε! Ἀγαπᾶτε! Θυσιαστεῖτε γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅπως ὁ Χριστὸς θυσιάστηκε γιὰ ὅλους μας».

ἀπό τό περιοδικό «Ὁ Σωτήρ»
τεῦχ. 2016 / 1ης Φεβρουαρίου 2011

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ