Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η οποία τιμά βαθύτατα τη χαρά των δικαίων και το καύχημα των μαρτύρων, τη Θεοτόκο, και δέεται εκτενώς και αδιαλείπτως προς αυτήν, την χαρακτηρίζει και αειπάρθενο.(…)
Παρόλο όμως ότι η Εκκλησία μας τονίζει και επιμένει στο αειπάρθενο της Θεοτόκου, δεν δέχεται καθόλου την αιρετική διδασκαλία των Παπικών «περί ασπίλου συλλήψεως» της Θεοτόκου. Οι Παπικοί λένε ότι η Παρθένος από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς της από τη μητέρα της Άννα, διατηρήθηκε καθαρή από κάθε σπίλο και μολυσμό της προπατορικής αμαρτίας. Την αίρεση αυτή οι Παπικοί την έκαναν δόγμα, το οποίο εξήγγειλε ο πάπας Πίος Θ΄ την 8η Δεκεμβρίου 1854 με τη Βούλλα «Ineffabilis Deus». Αλλά και αυτή η παπική διδασκαλία είναι άγνωστη και αντίθετη προς την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση. Άλλωστε μέχρι τον 12ο αιώνα κανείς δεν είχε διατυπώσει τέτοια διδασκαλία. Όταν δε τον 12ο αιώνα έγινε λόγος γι’ αυτήν και καθιερώθηκε στη Δύση σχετική εορτή, πολλοί δυτικοί θεολόγοι αντέδρασαν. Τελικά όμως η αίρεση δυστυχώς νίκησε και έγινε δόγμα στους Παπικούς[1].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ακολουθεί πιστά την Αγία Γραφή και την Αποστολική Παράδοση, διδάσκει ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι υπόκεινται στις συνέπειες της αμαρτίας των πρωτοπλάστων (Ρωμ. ε´ 12 εξ.). Επομένως και η Μαρία. Διότι γεννήθηκε «εκ της ρίζης Ιεσσαί», και υπήρξε απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος ήταν απόγονος του Αδάμ. «Εκ της ρίζης Ιεσσαί και εξ οσφύος του Δαυΐδ, η θεόπαις Μαριάμ τίκτεται σήμερον ημίν (…). Ιωακείμ ευφραίνεται και Άννα πανηγυρίζει κραυγάζουσα· Η στείρα τίκτει την Θεοτόκον, και τροφόν της ζωής ημών», ψάλλουμε στο προεόρτιο Απολυτίκιο της γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Γονείς της λοιπόν υπήρξαν οι δίκαιοι θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα. Το σώμα της δεν προερχόταν «απ’ ουρανοῦ, αλλ’ εκ συλλήψεως ανδρός και γυναικός, κατ’ επαγγελίαν δε, ώσπερ ο Ισαάκ, οικονομηθείσα»[2]. Κατά τα στάδια της συλλήψεως, της γεννήσεως και της κοιμήσεώς της «ως θυγάτηρ του πάλαι Αδάμ υπερέρχεται (=αναδέχεται) τας πατρικάς ευθύνας»[3]. Ήταν «αληθώς άνθρωπος» και πραγματική «αδελφή» μας[4] και επομένως είχε και εκείνη ανάγκη να ελευθερωθεί και να αγνισθεί από το προπατορικό αμάρτημα. «Εδείτο και αύτη καθάρσεως»· η κάθαρση δε αυτή έγινε κατά την ώρα του Ευαγγελισμού από το Πανάγιο Πνεύμα, ώστε να καταστεί «δοχείον άξιον της του Λογου σκηνώσεως»[5]. Την Παναγία, γράφει ο ιερός Δαμασκηνός, «ο Πατήρ μεν προώρισε, προφήται δε δια του Πνεύματος του Αγίου προηγόρευσαν (=προφήτευσαν). Η δε του Πνεύματος αγιαστική δύναμις επεφοίτησεν (=επισκίασε), εκάθηρέ τε (=την εξάγνισε) και ηγίασε και οιονεί προήρδευσε (=τρόπον τινά την πότισε [με τη θεία χάρη] εκ των προτέρων)»[6].
Επομένως, ενώ η αναμαρτησία του Κυρίου είναι απόλυτη, της Κυρίας Θεοτόκου είναι σχετική. Παρόλα αυτά, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δυσκολεύεται να ονομάζει τη Θεοτόκο Παναγία. Διότι η σχετική αναμαρτησία δεν σκιάζει καθόλου τη λαμπρότητα της αγιότητός της. Ορθώς δε γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Η Θεοτόκος μετά τη γέννησή της, αφού φυτεύθηκε στον οίκο του Θεού και αυξήθηκε δια του Πνεύματος σαν ελιά κατάκαρπη, έγινε το δοχείο κάθε αρετής με το να απομακρύνει το νου της από κάθε βιοτική και σαρκική επιθυμία και έτσι να διατηρήσει την ψυχή της παρθενική μαζί με το σώμα, όπως έπρεπε σ’ αυτήν που επρόκειτο να δεχθεί στους κόλπους της τον Θεό· διότι, επειδή είναι άγιος, αναπαύεται στους αγίους. Έτσι λοιπόν η Θεοτόκος αποκτά (καλλιεργεί) αγιοσύνη και αναδεικνύεται άξια ναός άγιος και θαυμαστός, (αντάξιος) του υψίστου Θεού[7].
Οι Ορθόδοξοι τιμούμε βαθύτατα την Παναγία μας. Διότι προορίσθηκε από τον Θεό για σκοπό μοναδικό και υψηλό, να δανείσει στον Υιό και Λόγο Του τη σάρκα της. Διότι αυτή η αγιόπρωτη και αμίαντη Κόρη έγινε, όπως ψάλλουμε σε ένα Θεοτοκίο, «το χωνευτήριον της ανθρωπίνης ουσίας και το εργαστήριον των απορρήτων θαυμάτων» του Τριαδικού Θεού. Διότι σ’ αυτή σκήνωσε ο Υιός του Θεού και γεννήθηκε απ’ αυτήν «Θεός ομού τε και άνθρωπος ο αυτός». Η Παναγία υπήρξε ο άνθρωπος στον οποίο ο Θεός σκήνωσε και προσέλαβε όλο τον άνθρωπο, για να ανακαινίσει και σώσει τον άνθρωπο.
Κατά συνέπεια το αιρετικό δόγμα των Παπικών περί ασπίλου συλλήψεως της Παρθένου υποτιμά το μέγα έργο της απολυτρώσεως του ανθρώπου από τον φιλάνθρωπο Θεό. Το δόγμα αυτό των Παπικών χωρίζει την Παρθένο από το ανθρώπινο γένος και την αποξενώνει από τον κοινό κλήρο του προπατορικού αμαρτήματος όλων των ανθρώπων. Εάν δεχθούμε την άσπιλη σύλληψη, τότε πώς σώθηκε η Μαρία, εφόσον δεν είχε αρχίσει ακόμη το έργο της σωτηρίας του κόσμου, αφού δεν είχε ακόμη σαρκωθεί ο Λόγος του Θεού, ο Σωτήρ και Λυτρωτής του κόσμου; Μέχρι την ημέρα που ο αρχάγγελος Γαβριήλ της ανήγγειλε ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο, τον Υιό του Θεού (πρβλ. Λουκ. α´ 30-33), η Μαρία ανήκε στον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ, οι δίκαιοι γονείς του Προδρόμου. Η Παρθένος ανήκει στην εποχή της χάριτος, δηλαδή στον κόσμο της Καινής Διαθήκης, από τη στιγμή που συνέλαβε δια Πνεύματος Αγίου και γέννησε τον Υιό του Θεού. Πριν από τη γέννηση του Χριστού, τη σταυρική του θυσία, την Ανάσταση και την αγία του Ανάληψη όλος ο κόσμος ήταν κάτω από την κατάρα του νόμου. Δεν υπήρχε ούτε τρόπος ούτε και μέσο για να σωθεί ο άνθρωπος από το προπατορικό αμάρτημα. Επομένως, πως ήταν δυνατόν να σωθεί η Θεοτόκος; Βεβαίως στο πάνσοφο σχέδιο της θείας οικονομίας «η Μαρία είχεν αϊδίως (αιωνίως) υπό του Θεού προορισθή εις σωτηρίαν· η εν χρόνω όμως πραγμάτωσις του σχεδίου τούτου εγένετο εν Ιησού Χριστώ»[8].
Ώστε η Παπική Εκκλησία με την αίρεσή της δέχεται άφεση αμαρτιών και σωτηρία της Κορης της Ναζαρέτ πριν από την έλευση του Χριστού στον κόσμο! Έτσι όμως τι κάνουν οι Παπικοί; Δεν τιμούν τη Θεοτόκο ούτε την μεγαλύνουν! Διότι από το ένα μέρος την αποξενώνουν από τη στενή σχέση της με τον Σωτήρα Υιο της· ταυτόχρονα όμως της αφαιρούν τη μεγαλοσύνη της αγνότητας και καθαρότητάς της· της βαθύτατης ταπεινώσεως και της ελευθερίας της. Της αρνούνται την ανταπόκριση την οποία με την ελεύθερη θέλησή της και με την ισχυρή πίστη της έδωσε στην κλήση του Θεού, με τη μεγαλειώδη απάντησή της στον απεσταλμένο του ουρανού· «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. α´ 38). Διότι το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως του Λογου, το οποίο οφείλεται στην απόλυτη και πάνσοφη βουλή του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία μας, «οφείλετο – σε σχέση φυσικά δευτερεύουσα – και στην ελεύθερη σύμπραξη του ανθρώπου που έγινε στο πρόσωπο της σεπτής Θεομήτορος»[9].
Από το άλλο μέρος, το αιρετικό δόγμα των Παπικών περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου ουσιαστικά την μειώνει, διότι δεν αναγνωρίζει την προσωπική της αγιότητα, η οποία ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης συνεργίας της με τη χάρη του Θεού. Διότι «η αγιότης της Παρθένου, η υπερβαίνουσα πάσαν άλλην κτιστήν αγιότητα, ωφείλετο εις την αγαστήν σύμπραξιν της ελευθερίας της βουλήσεως αυτής μετά της αγιαζούσης δυνάμεως της χάριτος του Θεού. Ουδεμία αγιότης είναι νοητή εκτός της ανθρωπίνης ταύτης συνεργίας»[10]. Επιπλέον το αιρετικό δόγμα των Παπικών «υποτιμά, τρόπον τινά, το απολυτρωτικόν έργον του Ιησού Χριστού», αφού δέχεται «και άλλους τρόπους σωτηρίας εκτός αυτού»[11].
Όταν λοιπόν η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία μας διδάσκει ότι η Θεοτόκος γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα σύμφωνα με τον κοινό φυσικό νόμο· ότι η Θεοτόκος καθαρίσθηκε την ώρα του Ευαγγελισμού της από την προπατορική αμαρτία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και λαμπρύνθηκε για να γίνει το καθαρό οικητήριο του Θεού, το θεόμορφο και θειότατο παλάτι, ο πύρινος θρόνος και το «έμψυχον παλάτιον» του Παντοκράτορος, βρίσκεται απόλυτα σύμφωνη με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως.
από το βιβλίο του Ν. Π. Βασιλειάδη
Η Θεοτόκος, εκδ. «Ο Σωτήρ», Αθήνα 2016
[1] Πρβλ. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ο.π., σελ. 212-213. Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Η θέσις και η σημασία της Θεοτόκου εις την πίστιν και εις την ζωήν, σελ. 15.
[2] ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ο.π., ΡG 42, 737Β. Την ίδια αλήθεια ομολογεί η Ορθόδοξη Εκκλησία και στο Μυστήριο του Γαμου, κατά το οποίο εύχεται στους νεονύμφους μεταξύ άλλων: «Ο Θεός ο άχραντος, και πάσης κτίσεως δημιουργός (…), ο εκ της ρίζης Ιεσσαί το κατά σάρκα βλαστήσας την αειπάρθενον και εξ αυτής σαρκωθείς και τεχθείς εις σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων (…), Αυτός, Δεσποτα Πανάγιε, πρόσδεξαι την δέησιν ημών των ικετών σου…» (Ακολουθία του Στεφανώματος, ευχή Α´, εις Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μικρόν Ευχολόγιον, Τομ. Α , Αθήναι 1950, σελ. 46, 48, 49).
[3] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Λόγος Β´ εις την ένδοξον Κοίμησιν… 2, ΡG 96, 725D.
[4] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Προς Επίκτητον Κορίνθου… 5 και 7, ΒΕΠΕΣ 33, 154 (13)· 155 (33).
[5] ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ομολογία 17, εις Ι. Ν. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τομ. ΙΙ2, σελ. 551.
[6] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Εγκώμιον Α´ εις την Κοίμησιν… 3, ΡG 96, 704Α.
[7] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πιστεως 4, 14, ΡG 94, 1160Α· Μετά τη γέννησή της η Θεοτόκος, «εν τω οίκω του Θεού φυτευθείσά τε και πιανθείσα τω Πνεύματι ωσεί ελαία κατάκαρπος πάσης αρετής καταγώγιον γέγονε, πάσης βιωτικής και σαρκικής επιθυμίας τον νουν αποστήσασα και ούτω παρθένον την ψυχήν τηρήσασα συν τω σώματι, ως έπρεπε την Θεόν εγκόλπιον υποδέχεσθαι μέλλουσαν· άγιος γαρ ων εν αγίοις αναπαύεται. Ούτω τοίνυν αγιωσύνην μετέρχεται και ναός άγιος και θαυμαστός του υψίστου Θεού αναδείκνυται αξίως».
[8] Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, ο.π., σελ. 15.
[9] Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Χαίρε νύμφη, ανύμφευτε», σελ. 274.
[10] Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Η Κόρη της βασιλείας, σελ. 253.
[11] Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, ο.π.