Την Τρίτη 16 Απριλίου τα μέλη της Χριστιανικής Φοιτητικής Δράσης παρακολουθήσαμε την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Θέατρο Αριστοτέλειο στις 7.30 μ.μ. με τίτλο «Το τέλος είναι μονάχα η αρχή», με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο – graphic novel της Μελίτας Αντωνιάδου για τη ζωή του Klaus Kenneth. Ομιλητής της εκδήλωσης ήταν ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της πολυτάραχης ζωής που αφηγείται το νέο αυτό βιβλίο, ο οποίος μας μίλησε για την όλη πορεία του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι και την καθοριστική γνωριμία του με τον γέροντα Σωφρόνιο (1896-1993), ιδρυτή της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας.
Η παιδική ηλικία του Klaus Kennneth, γεννημένου το 1945 στην Τσεχοσλοβακία, στιγματίστηκε από τις τεράστιες κακουχίες και τη γονεϊκή εγκατάλειψη που υπέστη. Ο ίδιος μας αποκάλυψε με πόνο ψυχής ότι αργότερα, κατά τη διαμονή του σε οικοτροφείο, κακοποιούνταν σεξουαλικά επί επτά ολόκληρα χρόνια (15-22 ετών) από έναν ρωμαιοκαθολικό ιερέα του ιδρύματος, κάτι που τον οδήγησε στο να αποστραφεί βαθιά τον χριστιανισμό. Στην εφηβεία του εξωθείται σε αντικοινωνικές και αναρχικές συμπεριφορές, απότοκο των οποίων είναι οι συχνές καταδίκες και φυλακίσεις του. Τριγυρνά με εφηβικές συμμορίες σε όλη τη Γερμανία και ζει έντονη νυχτερινή ζωή παίζοντας μουσική σε κακόφημα κλαμπ. Στα μετεφηβικά χρόνια επιχειρεί να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, αλλά γρήγορα εγκαταλείπει τις σπουδές του και βυθίζεται για αρκετά χρόνια (22-28 ετών) στον κόσμο των ναρκωτικών. Περιπλανιέται σ’ ολόκληρο τον ανατολικό κόσμο αναζητώντας την αλήθεια και, κυρίως, τη δύναμη να εξουσιάζει τους ανθρώπους, τους οποίους μισεί ολοένα και περισσότερο. Γνωρίζει τον ισλαμισμό, τον ινδουισμό και τον βουδισμό, στις τάξεις των οποίων θητεύει για χρόνια. Αδυνατώντας να βρει λύση στα προσωπικά του αδιέξοδα ρίχνεται στις καταχρήσεις, ενώ η ενασχόλησή του με τη μουσική δεν αρκεί για να κορέσει τη δίψα του για νόημα ζωής.
Στη συνέχεια καταφεύγει στον λατινοαμερικάνικο αποκρυφισμό και τη μαγεία, αλλά μια απειλή της ζωής του στην Κολομβία τον φέρνει αντιμέτωπο με το όριο της ζωής του και η παράδοξη κατ’ άνθρωπον λύτρωσή του του γεννά βαθύ προβληματισμό. Σε ηλικία 36 ετών (1981) επιστρέφει στην Ευρώπη, συνεχίζει τις σπουδές του και, ολοκληρώνοντάς τις, διορίζεται καθηγητής σε σχολείο. Ταυτόχρονα έρχεται σε επαφή με τον προτεσταντισμό, ενώ το 1983 γνωρίζει τον γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, ο οποίος γίνεται πνευματικός του πατέρας και σημαδεύει την μετέπειτα πορεία του. Είναι αυτός που με την όλη στάση του διδάσκει στον Klaus την πραγματική αγάπη, τον σαγηνεύει αλιευτικώς ως γνήσιος χριστιανός και εμπειρικός θεολόγος, του μεταλαμπαδεύει τον πόθο για την αναζήτηση του Χριστού, του εμφυσά την επιθυμία για τη βίωση του μυστηρίου μέσα στην Εκκλησία, τον κατευθύνει απλανώς στους ευλογημένους δρόμους του πνευματικού αγώνα. Ο άνθρωπος που λόγω των συνθηκών της ζωής του είχε μάθει να μισεί, μαθαίνει τώρα να αγαπά! Τόσο πολύ τον ενέπνευσε η προσωπικότητα του γέροντος Σωφρονίου και τα πλούσια σε θεολογικό περιεχόμενο συγγράμματά του, ώστε να πιστεύει ακράδαντα, όπως μας εξομολογήθηκε, ότι του αξίζει το προσωνύμιο «Θεολόγος» ή «Μέγας» και ότι δεν έχει ακόμα αγιοκαταταχθεί επειδή ίσως κυοφορείται αυτή η σκέψη να του αποδοθεί κάποιος από αυτούς τους χαρακτηρισμούς.
Κατά την αφήγηση της ζωής του, λοιπόν, ο Klaus Kenneth επισήμανε τις διάφορες φάσεις που πέρασε αναζητώντας την αλήθεια, κατορθώνοντας να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ιδιαίτερη εντύπωση μας προκάλεσαν η απλότητα, η αμεσότητα, η ζωντάνια, η παραστατικότητα, η θεατρικότητα, το χιούμορ, η καλλιτεχνικότητα (μιας και μας τραγούδησε διάφορα δικά του τραγούδια, σχετικά με τη ζωή του, συνοδεύοντας ο ίδιος με κιθάρα!), η επικοινωνιακότητα, η φιλικότητα και, τέλος, η εν σιωπή κηρύττουσα αγάπη του, η οποία εκδηλωνόταν, ασφαλώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης, αλλά πολύ περισσότερο μετά το πέρας αυτής, όταν αγόγγυστα δεχόταν μέχρι τα μεσάνυχτα πλήθος νέων ανθρώπων που επιθυμούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του εκ του σύνεγγυς, να του διατυπώσουν ερωτήματα πνευματικής φύσης, να του ζητήσουν να φωτογραφηθεί μαζί τους και να γράψει προσωπική αφιέρωση στο εσώφυλλο του βιβλίου του Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς: από το σκοτάδι του μίσους στον Γέροντα Σωφρόνιο και του νέου βιβλίου της Μελίτας Αντωνιάδου Το τέλος είναι μονάχα η αρχή, τα οποία διετίθεντο στην είσοδο.
Η εμπειρία της συγκεκριμένης εκδήλωσης ήταν κατά κοινή ομολογία συγκλονιστική και ευεργετική για την πνευματική πορεία του καθενός μας. Αφενός μεν θαυμάσαμε την ψυχική αντοχή αυτού του ανθρώπου, εμπνευστήκαμε από τον διακαή πόθο του να γνωρίσει την αλήθεια και διδαχθήκαμε από την ασυμβίβαστη, πλην όμως καλοπροαίρετη, αμφισβήτηση όσων έβλεπε και άκουγε στις διάφορες θρησκείες και ομολογίες, αφετέρου δε ευγνωμόνως δοξάσαμε τον Θεό για την αέναη μέριμνά Του, βεβαιωθήκαμε με τον πλέον βιωματικό τρόπο ότι «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β’ 4), και ανθρωπίνως υποκλιθήκαμε στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, το οποίο, χωρίς να καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου, κατευθύνει τα βήματά του και αποσκοπεί στη σωτηρία του.
Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μερικοί ακροατές της εκδήλωσης να εξεπλάγησαν αρνητικά από τον τρόπο της αφήγησης, μα και από τον καθ’ αυτόν πολυκύμαντο βίο του ομιλητή, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που, αν δεν σκανδαλίστηκαν με την ιδιάζουσα αμεσότητά του Klaus, ίσως δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν τι μπορούν να προσφέρουν αυτές οι εμπειρίες του σε εμάς που δεν έχουμε τις ίδιες συνθήκες ζωής και μάλιστα έχουμε ως δεδομένη την παρουσία μας στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όσον αφορά το πρώτο (τον τρόπο της αφήγησης), ας αναλογιστούμε τα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια στα οποία είναι μεγαλωμένος ο ομιλητής, τον ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνιακότητας που τον διέπει (και που ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο), τη διάθεσή του να δημιουργήσει ευχάριστο κλίμα και, τέλος, την χαρά που είχε επειδή η συντριπτική πλειονότητα του ακροατηρίου αποτελούνταν από νέους ανθρώπους, κάτι που συνέβαλε στο να είναι περισσότερο εκδηλωτικός. Ο ίδιος ομιλητής σε άλλα πλαίσια θα εκφραζόταν διαφορετικά. Όσον αφορά το δεύτερο (πώς ωφελούν οι εμπειρίες του Klaus εμάς), αν αδυνατούμε να αρυσθούμε πολλά μηνύματα για τη δική μας ζωή, ας περιοριστούμε έστω σε δύο στοιχεία – ίσως τα βασικότερα – τα οποία αναφέρθηκαν και παραπάνω: την καλή προαίρεση και την αναζήτηση.Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του εσωτερικού κόσμου του Klaus, τα οποία είναι αναγκαία, αν όχι και επαρκή, για την πνευματική μας πορεία, καλούμαστε να τα ενστερνιστούμε και να τα καλλιεργήσουμε όλοι. Αν κάποιος κινείται καλοπροαίρετα, αλλά δεν αναζητά, χάνει την ευκαιρία να βιώσει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο, ίσως παραβλέποντας τον ελπιδοφόρο αλλά και προτρεπτικό λόγο του Χριστού μας «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄ 7). Αν πάλι αναζητά, αλλά χωρίς καλή προαίρεση, θα βρίσκεται σε συνεχή ταραχή και υπό τον κίνδυνο να πλανηθεί. Ο συνδυασμός όμως αμφοτέρων, ήτοι η καλοπροαίρετη αναζήτηση, συνιστά υγιή πνευματική κατάσταση, εκφραζόμενη, ασφαλώς, διαφορετικά στον κάθε άνθρωπο. Η εκδήλωση με τον Klaus Kenneth μας θύμισε τα λόγια του Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, τα οποία συνδέονται –σαφώς υπό άλλο πρίσμα- με όσα μας αφηγήθηκε ο ομιλητής μας και αποτελούν γέφυρα μεταξύ της εμπειρίας του τελευταίου και της περίπτωσης ημών των χριστιανών που ζούμε μέσα στον χώρο της Εκκλησίας: «Αυτόν τον πόνο της αναζήτησης δεν μπόρεσα ποτέ να τον μοιραστώ με τους χριστιανούς που ήξερα. Αυτοί θεωρούσαν την αμφισβήτηση αμαρτία. Νόμιζαν ότι είναι σίγουροι για όλα, ότι υπάρχουν απαντήσεις για τα πάντα. Έτσι τους είχαν μάθει. Μιλούσαν για μυστήριο σαν να γνώριζαν τα μυστικά και τις λεπτομέρειές του. Ίσως μόνον αυτοί. Έτσι όμως το κάνανε πολύ λογικό, πολύ μικρό, το απογύμνωναν από την ομορφιά της μυστηριακής γοητείας του. Κατέστρεφαν την ελπίδα του. Δεν ήθελα να τους μιμηθώ. Τους ζήλευα για τον θησαυρό που υποψιαζόμουν πως κρατούσαν, για την ποιότητα του ήθους τους, αλλά όχι για την πίστη τους. Αυτή μου φαινόταν λάθος. Δεν είχε τη ζωή που εγώ έψαχνα, τη δύναμη που αναζητούσα, την ελευθερία που λαχταρούσα» (Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου, Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω, σ. 9-10).
Ο ομιλητής μας εξ απαλών ονύχων βρέθηκε να βιώνει μια οδύσσεια, η οποία, ασφαλώς, τον ταλαιπώρησε, τον πόνεσε, τον πλήγωσε, αλλά τον οδήγησε τελικά στην Ιθάκη της Εκκλησίας, όπου η βίωση της χριστιανικής αγάπης, της αγιοπνευματικής ειρήνης και της αναστάσιμης χαράς επούλωσαν τα τραύματα του παρελθόντος. Όπως μας δήλωσε: «Ποτέ στη ζωή μου δε φανταζόμουν ότι θα απολάμβανα τόσο μεγάλη χαρά κι ότι θα κηρύττω τον Χριστό». Αυτή η πνευματική αναγέννηση του Klaus μας χαροποιεί, μας ενθαρρύνει και μας διδάσκει πολλά. Κυρίως μας υπενθυμίζει τον λόγο του Κυρίου μας: «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος» (Ιωάν. γ΄8).